Ο Ρήγας Βελεστινλής και το όραμα της ένωσης των βαλκανικών λαών PDF Εκτύπωση E-mail
Προβληματισμοί - Ιστορία - Πολιτισμοί
Τρίτη, 10 Ιανουάριος 2006 02:25
του Νεόφυτου Χαριλάου

Σήμερα, που τα εθνικά κράτη στην Ευρώπη είναι μια πραγματικότητα, προβάλλει περίπου ως κοινή επιδίωξη των περισσότερων ευρωπαϊκών λαών η ένταξή τους σε συλλογικούς θεσμούς με την προοπτική της δημιουργίας ισχυρών διακρατικών δομών. Έτσι, το όραμα της ενωμένης Ευρώπης είναι σήμερα παρά ποτέ εφικτό, αφού ολοένα και περισσότερο συνειδητοποιείται από τους ευρωπαϊκούς λαούς η ανάγκη της πολιτικής ενοποίησης.

Ανατρέχοντας στο παρελθόν, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι πολλές γενιές οραματιστών αγωνίστηκαν αφανώς ή εμφανώς για την δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών για την πραγματοποίηση αυτού του στόχου. Αν και τους προηγούμενους αιώνες (18ος -20ος ) τα αιτήματα των λαών συνδέονταν κυρίως με την ανάγκη αλλαγών σε πολιτικοκοινωνικό επίπεδο (βλ. Γαλλική, Ρωσική Επανάσταση) ή με την επιδίωξη για αυτοδιάθεση (Ελληνική Επανάσταση κ.τ.λ.), οι ιδέες της πολιτικής ισότητας των λαών και της ανάγκης μιας ευρύτερης συνεννόησης για την ένωση της Ευρώπης ήταν διάχυτες στα κείμενα των στοχαστών. Το εγχείρημα επίσης του Ναπολέοντα Βοναπάρτη υπήρξε, νομίζω, πολύ χαρακτηριστικό προς την κατεύθυνση αυτή.

Από ελληνικής πλευράς, προδρομική μορφή σ΄ αυτή την προσπάθεια υπήρξε και ο Ρήγας Βελεστινλής, ο οποίος ήταν ο πρώτος Έλληνας που διείδε την ανάγκη καταρχήν της ένωσης των βαλκανικών λαών για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού και στην συνέχεια της δημιουργίας ενός βαλκανικού κράτους, όπου θα μπορούσαν να ζήσουν ισότιμα όλοι οι λαοί της Βαλκανικής, ανεξαρτήτως εθνικής καταγωγής και θρησκείας. Ο Ρήγας έζησε από πολύ κοντά τα τελευταία 15-20 χρόνια την αποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, γι΄ αυτό και συνέλαβε το σχέδιο της διάλυσής της και της ίδρυσης στην θέση της μιας νέας «Πολιτικής Διοικήσεως».

Πριν όμως μιλήσω για το όραμα του Ρήγα Βελεστινλή, είναι σκόπιμο να παραθέσω μερικά βιογραφικά στοιχεία, απαραίτητα νομίζω για την κατανόηση του αγώνα του.

Ο Ρήγας γεννήθηκε το 1757 από εύπορη οικογένεια σ΄ ένα θεσσαλικό κεφαλοχώρι, το Βελεστίνο, από το οποίο πήρε στην συνέχεια και την επωνυμία του «Βελεστινλής». Η ονομασία «Ρήγας Φεραίος» οφείλεται σε μεταγενέστερους λογίους, οι οποίοι, επειδή είχαν την τάση να δίνουν αρχαϊκά ονόματα σε πρόσωπα και σε τόπους, μετέφρασαν το «Βελεστινλής» σε «Φεραίος», από την αρχαία πόλη Φερραί, η οποία βρισκόταν δίπλα στο Βελεστίνο.

Αν και δεν υπάρχουν πολλές μαρτυρίες για τις σπουδές του Ρήγα, είναι βέβαιο ότι πήρε καλή μόρφωση στα σχολεία των Αμπελακίων και της Ζαγοράς του Πηλίου, ενώ για ένα διάστημα διετέλεσε δάσκαλος στο χωριό Κισσός του Πηλίου.

Τα γεγονότα που έζησε ο Ρήγας κατά την διάρκεια της εφηβείας του στην Θεσσαλία ήταν από τα σημαντικότερα της ελληνικής ιστορίας των προεπαναστατικών χρόνων. Θα ήταν μόλις δώδεκα χρονών, όταν ξέσπασε η μεγάλη αναστάτωση στις ελληνικές χώρες, τα Ορλωφικά. Μια ολόκληρη σχεδόν πενταετία (1769-1774), γεμάτη πολεμικά γεγονότα, εξεγέρσεις των Ελλήνων και φοβερές αντεκδικήσεις των Τούρκων, καταδρομές του ρωσικού στόλου και ναυμαχίες στο Αιγαίο, μια εποχή γεμάτη υποσχέσεις και προσδοκίες, που συγκλόνιζαν κάθε ελληνική ψυχή, καταλαβαίνουμε εύκολα ποια βαθύτατη επίδραση θα είχε στα νεανικά όνειρα, τον ευφάνταστο νου και την τρυφερή καρδιά του ανήσυχου έφηβου της Θεσσαλίας, που τότε πρωτογνώριζε τον κόσμο.

Στα είκοσί του χρόνια περίπου μεταβαίνει στην Κωνσταντινούπολη και γίνεται γραμματικός του πρώην ηγεμόνα της Βλαχίας Αλέξανδρου Υψηλάντη. Εκεί βρίσκει την ευκαιρία να μορφωθεί ακόμη περισσότερο, να μάθει ξένες γλώσσες, να γνωρίσει καλά πρόσωπα και πράγματα της εποχής και του τόπου του και να χαράξει την πορεία της ζωής του. Αργότερα, εγκαταστάθηκε στο Βουκουρέστι ως έμπιστος γραμματικός του ηγεμόνα Νικόλαου Μαυρογένη, ο οποίος για ένα διάστημα του εμπιστεύτηκε τη θέση του «καϊμακάμη», δηλ. επάρχου, διοικητή της Κραϊόβας.

Η θητεία του στην θέση αυτή συμπίπτει με την έναρξη το 1787 του δεύτερου ρωσοτουρκικού πολέμου που έλαβε χώρα στην περιοχή της Μολδοβλαχίας. Μετά την ήττα των Οθωμανών από τους Αυστρορώσους και την κατάληψη του Βουκουρεστίου, εγκαταλείπει την υπηρεσία του Μαυρογένη και περνά στο στρατόπεδο των Αυστριακών. Το 1790 πηγαίνει στην Βιέννη, όπου παραμένει για μισό περίπου χρόνο, εργαζόμενος ως γραμματικός. Στο σύντομο αυτό χρονικό διάστημα κατορθώνει να τυπώσει τα δύο του πρώτα βιβλία: Το Σχολείον των Ντελικάτων Εραστών, και το Φυσικής Απάνθισμα.

Στις αρχές του 1791 ο Ρήγας επιστρέφει στην Βλαχία και παραμένει εκεί μέχρι και το 1796. Η ανακωχή μεταξύ Αυστριακών και Τούρκων το 1790 και το τέλος του ρωσοτουρκικού πολέμου με την υπογραφή συνθήκης του Ιασίου το 1792 κάνουν φανερό στους υπόδουλους χριστιανικούς λαούς πως δεν πρέπει να στηρίζουν τις ελπίδες τους στην Αυστρία και την Ρωσία. Η Γαλλική Επανάσταση του 1789 με τα κηρύγματά της βρίσκουν μεγαλύτερο έδαφος ανταπόκρισης στον Θεσσαλό πατριώτη, ο οποίος την εποχή αυτή μελετάει το γαλλικό επαναστατικό σύνταγμα, μεταφράζει Γάλλους διαφωτιστές, αρχίζει να συνθέτει το Θούριό του και άλλα επαναστατικά τραγούδια και σχεδιάζει τη Μεγάλη Χάρτα της Ελλάδος.

Από το 1796 και μετά εκδίδει στην Βιέννη τους χάρτες της Κωνσταντινούπολης, της Βλαχίας, της Μολδαβίας, μέρους της Τρανσυλβανίας και της Ελλάδας και τα πατριωτικά του τραγούδια Θούριος και Πατριωτικός Ύμνος.

Παράλληλα, με τις εκδοτικές του δραστηριότητες ο Ρήγας ετοιμάζει την οριστική του αποχώρηση από την Βιέννη. Η προσωπικότητα του Ναπολέοντα και ο άνεμος αλλαγής που φέρνει στην μοναρχική Ευρώπη είχε διαμορφώσει ένα κλίμα επαναστατικής διέγερσης σ΄ όλους τους υπόδουλους λαούς της Ευρώπης. Ο Ρήγας προσπαθεί να εξασφαλίσει την αρωγή του Ναπολέοντα στα επαναστατικά του σχέδια. Γι΄ αυτό το λόγο απευθύνει στο μεγάλο στρατηλάτη επιστολή, θέλοντας να ζητήσει τη συνδρομή του για την απελευθέρωση της πατρίδας του.

Η τελευταία φάση προετοιμασίας του Ρήγα συνδέεται με τα δύο επαναστατικά κείμενα, τα οποία τύπωσε το 1797 σε μεγάλο αριθμό αντιτύπων: 1)Το Επαναστατικό Μανιφέστο, ένα τετρασέλιδο που τυπώθηκε σε 3.000 αντίτυπα και εκκινεί με το σύνθημα «Ελευθερία-Ισοτιμία-Αδελφότης» και περιλαμβάνει την Προκήρυξη, ένα ένθερμο πατριωτικό κείμενο, την Νέα πολιτική Διοίκηση των κατοίκων της Ρούμελης, της Μ. Ασίας, των Μεσογείων Νήσων και της Βλαχομπογδανίας, το οποίο απαρτίζεται από τα «Δίκαια του Ανθρώπου και του πολίτου», το κυρίως «Σύνταγμα» και το «Παράρτημα». 2)Το Στρατιωτικόν Εγκόλπιον, μια συναγωγή στρατιωτικών κανονισμών που προέρχονται από γερμανικό εγχειρίδιο πολέμου και συνοδεύεται από ένα επαναστατικό προοίμιο δημοκρατικής κατήχησης.

Τα δύο αυτά επαναστατικά έντυπα εστάλησαν στην Τεργέστη στον φίλο του Ρήγα Αντώνη Κορωνιό, με σκοπό να τα παραλάβει ο ίδιος για να τα διοχετεύσει στην πατρίδα. Ο ίδιος ο Ρήγας έστειλε επιστολή στον φίλο του για να τον ενημερώσει για την αποστολή των εντύπων, αλλά για κακή του τύχη η επιστολή του, λόγω απουσίας του φίλου του, έπεσε στα χέρια του συνεταίρου του Κορωνιού, Δημητρίου Οικονόμου, ο οποίος και τους κατέδωσε στην αυστριακή αστυνομία.

Ο Ρήγας συνελήφθη μόλις έφθασε στην Τεργέστη την 1η Δεκεμβρίου 1797. Το βράδυ της 30ης Δεκεμβρίου, όταν επρόκειτο να μεταφερθεί στην Βιέννη αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει αυτοτραυματιζόμενος. Κατόρθωσε να αναβάλει για λίγο την μεταγωγή του στην Βιέννη και παρά τις προσπάθειες του να απελευθερωθεί μέσω του Γάλλου προξένου στην Τεργέστη, οδηγήθηκε τελικά στην Βιέννη, όπου αφού ανακρίθηκε, τελικά παραδόθηκε στους Τούρκους στις 10 Μαΐου 1798 μαζί με τους συντρόφους του. Μετά από ολιγοήμερη φυλάκιση και φρικτά βασανιστήρια στις 24 Ιουνίου 1798 θανατώθηκε με τους συντρόφους του και τα σώματα τους ρίχτηκαν στο Δούναβη. Οι τουρκικές αρχές διέδωσαν πως οι οκτώ δεσμώτες απέδρασαν.

Πώς όμως ο Ρήγας συνέλαβε το σχέδιο της κοινής δράσης των βαλκανικών λαών κατά του οθωμανικού δεσποτισμού και της δημιουργίας ενός βαλκανικού κράτους;

Ήδη από τα Ορλωφικά αλλά και κατά τη διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου ο Ρήγας είχε την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά την αποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την έλλειψη κάθε κρατικής συνοχής, τις βαθιές αντιθέσεις που χώριζαν τους τοπάρχες του Σουλτάνου, την διάχυτη και ζωηρή δυσφορία των διαφόρων λαών που υπηρετούσαν στον οθωμανικό στρατό, αλλά προπαντός έβλεπε πως ο Σουλτάνος δεν στηριζόταν στρατιωτικά παρά στις δυνάμεις των υποδούλων. Η διοικητική παραλυσία του Οθωμανικού Κράτους είχε οδηγήσει στην αποδυνάμωση της σουλτανικής εξουσίας, ενώ η αναρχία και απειθαρχία των γενιτσαρικών ταγμάτων σε συνδυασμό με την ανυπακοή και την προσπάθεια αποσκίρτησης πολλές φορές από την εξουσία του Σουλτάνου των τοπικών πασάδων δημιουργούσαν την εικόνα μιας καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Από την άλλη πλευρά ένα μεγάλο μέρος των ανώτερων διοικητικών θέσεων της οθωμανικής εξουσίας βρισκόταν στα χέρια Ελλήνων, ενώ στην ύπαιθρο σε μεγάλο βαθμό η εξουσία πέρασε στα χέρια των αρματολών και των καπεταναίων, οι οποίοι ως έμμισθοι του Σουλτάνου ήταν οι τηρητές της τάξης.

Η διαφθορά εκ των έσω του οθωμανικού κράτους δημιουργούσε δυσμενείς συνθήκες επιβίωσης σε όλους τους λαούς, γι΄ αυτό για τον Ρήγα ο Σουλτάνος ήταν ο δυνάστης όχι μόνο των χριστιανών αλλά και των ίδιων των Μουσουλμάνων. Η απελευθέρωση λοιπόν από τον Οθωμανό κατακτητή ήταν ένα ώριμο αίτημα καθενός υπόδουλου. Είναι πολύ χαρακτηριστική η πρόσκλησή για εξέγερση που απευθύνει σε όλους «όσοι στενάζουν υπό την δυσφορωτάτην τυραννίαν του Οθωμανικού βδελυρωτάτου δεσποτισμού»:

Σ' Ανατολή και Δύσι και Νότον και Βοριά
για την πατρίδα όλοι να 'χωμεν μια καρδιά
στην πίστιν του καθένας να ζη,
στην δόξαν του πολέμου να τρέξωμεν μαζί.
Βουλγάροι κι Αρβανίτες, Αρμένοι και Ρωμιοί,
αράπηδες και άσπροι, με μια κοινή ορμή.


Στο πολιτικό του πρόγραμμα ο Ρήγας, εκτός από την κοινή δράση των λαών της Βαλκανικής κατά του τυράννου, προτείνει επίσης την δημιουργία ενός κράτους το οποίο θα στηρίζεται στις αρχές της κλασικής δημοκρατίας και όπου κυρίαρχο ρόλο θα παίζει ο νόμος και όχι θρησκεία. Οι απόψεις του αυτές εκφράζονται κυρίως στο επαναστατικό του κείμενο, Νέα πολιτική Διοίκηση των κατοίκων της Ρούμελης, της Μ. Ασίας, των Μεσογείων Νήσων και της Βλαχομπογδανίας, το σημαντικότερο ίσως πολιτικό κείμενο του Διαφωτισμού από απόψεως ουσίας, αφού δεν εκφράζει απλώς ένα προβληματισμό για θέματα διακυβέρνησης, αλλά συγκεκριμένες πολιτειακές προτάσεις για την λειτουργία του κράτους.

Η Νέα πολιτική Διοίκηση αποτελεί ουσιαστικά ένα σχέδιο συντάγματος του μελλοντικού κράτους. Το προοίμιο που προτάσσεται αποτελεί «διακήρυξη της ελληνικής ανεξαρτησίας» και είναι εμπνευσμένο από την «Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη» που εξέδωσε η γαλλική Συμβατική Συνέλευση το 1793. Το κυρίως σώμα του κειμένου περιλαμβάνει δύο κεφάλαια με σύνολο 159 άρθρων. Με αυτά διασφαλίζεται η πολιτική και κοινωνική ισότητα , μέσω της συγκρότησης δημοκρατικών θεσμών οι οποίοι κατοχυρώνουν αφενός τη συμμετοχή των κυβερνωμένων στη λειτουργία της πολιτείας και αφετέρου τον έλεγχο της δράσης της εκτελεστικής εξουσίας. Δίνεται έμφαση στη λαϊκή κυριαρχία, χωρίς καμιά διάκριση: «Ο αυτοκράτωρ (=κυρίαρχος) λαός είναι όλοι οι κάτοικοι του βασιλείου τούτου χωρίς εξαίρεσιν θρησκείας και διαλέκτου. Έλληνες, Βούλγαροι, Αλβανοί, Βλάχοι, Αρμένηδες, Τούρκοι και κάθε άλλον είδος γενεάς».

Διασφαλίζεται επίσης η διάκριση των εξουσιών και η κατοχύρωση των δικαιωμάτων όλων των πολιτών, ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσης, καταγωγής ή θρησκείας. Στο πλαίσιο του νέου κράτους «όλοι οι άνθρωποι, χριστιανοί και Τούρκοι, κατά φυσικόν λόγον είναι ίσοι. Όταν πταίση τινάς, οποιασδήποτε θρησκείας και αν είναι, οποιασδήποτε καταστάσεως, ο νόμος είναι αυτός διά το πταίσμα και αμετάβλητος, ήγουν δεν παιδεύεται ο πλούσιος ολιγώτερον και ο πτωχός περισσότερον διά το σφάλμα, αλλά ισιά ισιά».

Η κατοχύρωση επίσης της ανεξιθρησκίας είναι μια από τις σημαντικές πρόνοιες του προτεινόμενου πολιτεύματος: «Η ελευθερία κάθε είδους θρησκείας, χριστιανισμού, Τουρκισμού, Ιουδαϊσμού, και τα λοιπά δεν είναι εμποδισμένα εις την παρούσαν διοίκησιν...», «η Ελληνική Δημοκρατία είναι μία, με όλον οπού συμπεριλαμβάνει εις τον κόλπον της διάφορα γένη και θρησκείας} δεν θεωρεί τας διαφοράς των λατρειών με εχθρικόν μάτι} είναι αδιαίρετος μ’ όλον οπού ποταμοί και πελάγη διαχωρίζουν τες επαρχίες της, αι οποίαι είναι ένα συνεσφιγμένον και αδιάλυτον σώμα».

Αξιοσημείωτα επίσης άρθρα στο προτεινόμενο πολίτευμα είναι η επιβολή της νομοθετικής εξουσίας επί της εκτελεστικής αλλά και τα στοιχεία του κοινωνικού κράτους που υπόσχεται, η ελευθερία διακίνησης των ιδεών μέσω του τύπου, η ελεύθερη οικονομική δραστηριότητα, η πρόνοια για καθολική εκπαίδευση των πολιτών κ.τ.λ.

Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει το όνομα της νέας ελεύθερης πολιτείας που θα προκύψει από την ανατροπή του οθωμανικού δεσποτισμού. Ο Ρήγας αποκαλεί το νέο κράτος «Ελληνική Δημοκρατία». Ο επιθετικός προσδιορισμός «Ελληνική» στην πολιτεία του Ρήγα δεν σημαίνει ακριβώς ότι πρόκειται περί κράτους των Ελλήνων. Το νέο κράτος «περιλαμβάνει διάφορα γένη», συνεπώς δεν είναι ελληνικό από εθνολογική έννοια. Είναι ελληνικό υπό την έννοια ότι αποβλέπει να αυτοπροσδιορισθεί με γνώμονα τα πολιτειακά ιδεώδη της κλασικής ελληνικής αρχαιότητας. Αυτά τα ιδεώδη θα εξασφαλίσουν την ελευθερία των «διαφόρων γενών» που απαρτίζουν τον πληθυσμό της «Ελληνικής Δημοκρατίας» και θα πραγματωθούν με τη μεταβολή των πρώην δούλων του δεσποτισμού σε ελεύθερους πολίτες κατά τα αρχαιοελληνικά πρότυπα. Έτσι, ο προσδιορισμός της συλλογικής ταυτότητας της νέας πολιτείας με πολιτισμικά κριτήρια παραπέμπει στην ισοκράτεια αντίληψη, ότι «΄Ελληνες καλούνται οι της ημετέρας παιδεύσεως μετέχοντες».

Η νέα εθνική κοινότητα δεν είναι ξενόφοβη ούτε βασίζεται σε αποκλειστικότητες: καταργεί τις διακρίσεις που μπορεί να πηγάσουν από εθνοτικά ή φυλετικά κριτήρια, καθιστά ευπρόσδεκτους τους ξένους στους κόλπους της για να εμπλουτίσει το ανθρώπινο δυναμικό της και να ανεβάσει το επίπεδο του πληθυσμού και του πολιτισμού της.

Ο Ρήγας φαίνεται να πιστεύει πως τα ζητήματα που τίθενται από τις εθνοτικές ομάδες, όσον αφορά την λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, θα μπορούσαν να λυθούν με θεσμοθετημένες λειτουργίες πολιτικής συμμετοχής και αποκέντρωσης των θεσμών σε όλη την έκταση της πολιτείας. Έτσι ήλπιζε ότι οι όποιες εθνοτικές ή άλλες διαφορές θα μπορούσαν να ξεπεραστούν.

Θα μπορούσε όμως να χαρακτηρίσει κάποιος την πολιτική πρόταση του Ρήγα ως πρόταση ομοσπονδίας των βαλκανικών λαών;

Ο ίδιος ο Ρήγας δηλώνει σαφώς ότι η Ελληνική Δημοκρατία «είναι μία και αδιαίρετος», αποκλείοντας έτσι κάθε παρερμηνεία ως προς τον χαρακτήρα του ενιαίου και συγκεντρωτικού κράτους που οραματιζόταν. Τα διάφορα γένη και οι θρησκείες που αναφέρει στο κείμενό του περιλαμβάνονται στον πληθυσμό της Δημοκρατίας ως πολιτισμικές ομάδες χωρίς καμιάς μορφής θεσμική πολιτειακή υπόσταση, που θα αποτελούσε στοιχείο κάποιου τύπου ομοσπονδιακής υπόστασης. Συνεπώς θα ήταν προτιμότερο να μιλάμε για μια ένωση στο επίπεδο των λαών στα πλαίσια ενός ενιαίου κράτους, παρά για κάποιο ομοσπονδιακό κράτος παρόμοιο με αυτά που υφίστανται σήμερα στην Ευρώπη.

Οι πολιτικές θέσεις του Ρήγα, όπως εκφράζονται κυρίως στη Νέα πολιτική Διοίκηση, αποτελούν την αφετηρία της νεοελληνικής πολιτειολογίας. Αν και φαντάζουν αρκετά ουτοπικές, δεν μειώνουν την αξία και την συμβολή τους στο γενικότερο προβληματισμό που αναπτύχθηκε στην Ευρώπη για παρόμοια ζητήματα. Εξεταζόμενες μάλιστα μέσα στο χρονικό πλαίσιο που αυτές διατυπώθηκαν, μπορούν να μας οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι ο Ρήγας υπήρξε ο σκαπανέας στον τομέα αυτό όχι μόνο στα Βαλκάνια αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Οι ιδέες του Θεσσαλού λόγιου, με τον προβληματισμό και τις συζητήσεις που για δεκαετίες προκάλεσαν, είναι σήμερα παρά ποτέ επίκαιρες. Η αναζωπύρωση του θρησκευτικού φανατισμού και των εθνοτικών διαφορών στα Βαλκάνια κάνουν επιτακτική την ανάγκη μιας άλλης πολιτικής που θα οδηγεί στην συνεννόηση και την συμφιλίωση των λαών της περιοχής. Άλλωστε, η προοπτική της ένωσης της Ευρώπης μας φέρνει αντιμέτωπους με νέες προκλήσεις, οι οποίες δεν μπορούν πια να αντιμετωπιστούν με μίση και αλληλοσπαραγμό αλλά με ξεπέρασμα του κακού μας παρελθόντος. Μια νέα ανάγνωση του Ρήγα Βελεστινλή νομίζω ότι θα μας βοηθήσει ουσιαστικά να κάνουμε την υπέρβαση και να αναδείξουμε όλα εκείνα τα στοιχεία που μας ενώνουν.

Βιβλιογραφία:

1. Ρήγα Βελεστινλή Άπαντα τα σωζόμενα, τομ. 5ος, Βουλή των Ελλήνων Αθήνα 2003. Εισαγωγή -επιμέλεια-σχόλια Πασχάλης Κιτρομηλίδης.
2. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τομ. 11ος , Εκδοτική Αθηνών.
3. Πασχάλη Κιτρομηλίδη, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Αθήνα 1996.

Ημερομηνία καταχώρησης: 10.1.2006