Όταν ένας πολιτισμός πεθαίνει... PDF Εκτύπωση E-mail
Προβληματισμοί - Ιστορία - Πολιτισμοί
Τετάρτη, 22 Μάρτιος 2006 02:31

του Γιώργου Τσαντάκη

Ένα ζήτημα, τόσο σοβαρό όσο αυτό, μπορεί να μελετηθεί από πολλές θέσεις τις οποίες μπορεί κάποιος να υιοθετήσει. Δεν είναι ένα ζήτημα καινούριο αλλά έχει αναδυθεί πολλές φορές στην ιστορία της ανθρωπότητας. Δεν παύει ποτέ, εν τω μεταξύ, να είναι επίκαιρο.

Μεταξύ των θεών που λατρεύονταν στην αρχαία Ρώμη υπήρχε ένας θεός, ο Ιανός, που συνήθως απεικονιζόταν με δύο πρόσωπα, στραμμένα σε δύο αντίθετες κατευθύνσεις. Τοποθετημένος στον χρόνο, το ένα πρόσωπό του έβλεπε το παρελθόν και το άλλο πρόσωπο έβλεπε το μέλλον. Τοποθετημένος στον χώρο λάμβανε τον ρόλο της πύλης, η οποία επέτρεπε ή έλεγχε την επικοινωνία ανάμεσα σε δύο καταστάσεις. Τοποθετημένος σε ένα χωροχρονικό πεδίο επιβλέπει, από μια άποψη, αυτό που θα αποκαλούσαμε, με σύγχρονη ορολογία, εξέλιξη.

Έτσι όταν ένας πολιτισμός πεθαίνει, δημιουργώντας ένα παρελθόν, ο θεός με το άλλο του πρόσωπο ατενίζει την εμφάνιση κάποιου άλλου, που δεν είναι αναγκαίο να αντικαταστήσει τον παλιό, αλλά που συχνά ενσωματώνει όλα τα στοιχεία που μπόρεσαν από τον προηγούμενο να επιβιώσουν. Γιατί, όταν ένας πολιτισμός πεθαίνει πάντοτε υπάρχει εντός αυτού κάτι το ζωντανό, έτοιμο να μεταφερθεί και να πολλαπλασιαστεί κάπου αλλού...

Έτσι όταν ένας πολιτισμός πεθαίνει περιμένει κάποιος μια νέα γέννηση, την εμφάνιση ενός νέου.

Περισσότερα...
 
Πρότυπα και νεανικές κουλτούρες PDF Εκτύπωση E-mail
Προβληματισμοί - Ιστορία - Πολιτισμοί
Τετάρτη, 15 Μάρτιος 2006 02:30
της Λίλυς Στυλιανούδη

H λέξη πρότυπος στη γλώσσα μας όταν εμφανίζεται σημαίνει τον προσχηματισμένο, προαπεικονισμένο και κατ' επέκταση το πρότυπο είναι το «προσχηματισμένο σχήμα», ο «τύπος κοίλος εκ ξύλου ή γης οπτής», δηλαδή καλούπι από ξύλο ή πηλό με το οποίο «ενειργασμένον ανάγλυφον απετυπούτο εις πολλά αντίτυπα εκ πηλού». Ο ορισμός αυτός περιέχει μέσα του ήδη από τότε τα στοιχεία της επανάληψης, της αντιγραφής καθώς και της ποσότητας μέσα στην επανάληψη. Αυτά τα στοιχεία, εκ μεταφοράς, θα χαρακτηρίσουν την έννοια του προτύπου στις επιστήμες του ανθρώπου, όταν αυτές θα προσπαθήσουν να μελετήσουν τις ανθρώπινες κοινωνίες. Αν εξετάσουμε την έννοια του προτύπου στη σύγχρονη ελληνική γλώσσα, θα την συναντήσουμε και στις μεταφορικές ή συμβολικές της σημασίες ως κάθε τι που είτε γίνεται αντικείμενο είτε είναι άξιο προς μίμηση, είτε αυτό είναι πρόσωπο, είτε κατάσταση είτε θεσμός.

Στον χώρο των κοινωνικών επιστημών τo πρότυπο (pattern) είναι μια έννοια που εμφανίζεται μαζί με την έννοια της κουλτούρας. Είναι, όμως, και μια έννοια που συχνά συγχέουμε με άλλες έννοιες, όπως η έννοια του υποδείγματος (model) ή της αξίας. Για να την καταλάβουμε θα πρέπει να την δούμε όπως εξελίσσεται και να την διαφοροποιήσουμε από τις έννοιες της δομής, της μορφής και της οργάνωσης της κουλτούρας (1).

Από το 1871 που εμφανίζεται ο πρώτος ορισμός της κουλτούρας μέχρι σήμερα, υπάρχουν αρκετές εκατοντάδες ορισμοί που προσπαθούν να την προσδιορίσουν. Το 1952 περίπου εμφανίζεται μια σημαντική εργασία που μελετά την κουλτούρα και το πρότυπο και παρουσιάζει την κουλτούρα ως «αποτελουμένη από πρότυπα συμπεριφορών, ρητά και άρρητα, και από συμπεριφορές που αποκτήθηκαν και μεταδίδονται με σύμβολα, συνιστώντας διακριτικά επιτεύγματα των ανθρώπινων ομάδων, περιλαμβάνοντας και τις υλικές εκφράσεις των ανθρώπινων κατασκευών». Είναι σαφές ότι η κουλτούρα δεν είναι η συμπεριφορά, όπως επίσης και το πρότυπο δεν είναι μόνον συμπεριφορά. Η συμπεριφορά, ως εκδηλωμένη κατάσταση, επιτρέπει την παρατήρησή της, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, και από την παρατήρηση αυτή τη συναγωγή συμπερασμάτων. Στον χώρο των Ψ επιστημών, το πρότυπο αποτελεί βασική έννοια για την ψυχολογία της αντίληψης, της συστημικής θεωρίας και της θεωρίας πεδίου. Στις θεωρίες των οικογενειακών συστημάτων, υποδηλώνει μια συντεταγμένη αλληλουχία ή συσχετισμό γεγονότων και αναφέρεται σε μια λειτουργική μονάδα της οποίας τα μέρη μπορούν να διαφοροποιηθούν το ένα από το άλλο.

Η θεωρία περί προτύπων είναι επηρεασμένη από βιολογικές ή φυσικές αναλογίες. Στην πολιτισμική γένεσή του, όμως, το πρότυπο εμφανίζεται ως απότοκο της ανθρώπινης δημιουργικότητας που υπερβαίνει τα όρια της βιολογίας και του φυσικού περιβάλλοντος.

Τα διάφορα επίπεδα της κοινωνικής ζωής διαφέρουν ως προς τον βαθμό και την ροπή προς προτυποποίηση, ενώ τα πολιτισμικά πρότυπα διαφέρουν ως προς τον βαθμό συνειδητότητας και πολυπλοκότητας που τα συνοδεύουν καθώς και ως προς το είδος τους. Τα απλούστερα είναι τα σαφή και λίγο ως πολύ πρότυπα συμπεριφοράς όπως εκφράζονται σε συνήθειες ένδυσης, διατροφής, εργασίας, χαιρετισμών, κλπ. καθώς και στα προϊόντα του υλικού πολιτισμού. Ακολουθούν τα πιο περίπλοκα που διαρθρώνουν την κοινωνική, πολιτική, οικονομική οργάνωση, καθώς και την θρησκεία, τη γλώσσα, το δίκαιο, τη φιλοσοφία, την επιστήμη και τις τέχνες.

Αφήνοντας κατά μέρος όλες τις διακρίσεις που θα μπορούσαμε να παρουσιάσουμε, αξίζει να αναφερθούμε στα πολιτισμικά εκείνα πρότυπα των οποίων οι ιδιότητες πολιτισμικής οργάνωσης διατρέχουν όλα ή μερικά από τα επίπεδα κοινωνικής ζωής με τρόπο ώστε να προσδίδουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά στις κουλτούρες. Αυτά τα πρότυπα αποτελούν άρρητους και ασύνειδους σχηματισμούς, λειτουργούν ως «πρότυπα των προτύπων» και έχουν ψυχολογικά αντίστοιχα και στα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας των ατόμων που ανήκουν και έχουν παραγάγει το συγκεκριμένο πολιτισμικό σύστημα. Δηλαδή, κάθε ανθρώπινη ομαδοποίηση, συλλογικότητα, συσσωμάτωση, διατρέχεται από ένα συγκεκριμένο πρότυπο που την διακρίνει από τις άλλες, προσδιορίζει και επηρεάζει τα υπόλοιπα και αποτυπώνεται και στην προσωπικότητα των ατόμων που την απαρτίζουν. Και, επειδή, οι ανθρώπινες συλλογικότητες δεν είναι παρά οι αλληλοδράσεις μεταξύ των ατόμων που τις απαρτίζουν τόσο μεταξύ τους όσο και με το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον τους και ο πολιτισμός που παράγουν το αποτέλεσμα των αντιθέσεων και συγκρούσεων των διαφορετικοτήτων των μοναδιαίων και μοναδικών ανθρώπινων στοιχείων, τα πρότυπα που μπορούμε να αναγνωρίσουμε σε αυτές, διατρέχουν τα τρία επίπεδα της βιολογίας, της ψυχολογίας και της χωρικής / γεωγραφικής κατανομής τους.

Το πρότυπο, όπως θα το εξετάσουμε σε αυτό το άρθρο, σε σχέση με τις νεανικές υποκουλτούρες (2) αποτελεί βάση για την δημιουργία των αξιακών προτύπων που ακολουθούν οι νέοι. Οι νεανικές κουλτούρες περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τις μουσικές νεανικές κουλτούρες, που συνδέονται και με άλλες πολιτισμικές εκφάνσεις, κάποιες δε από αυτές και με την κουλτούρα του ποδοσφαίρου, που έχει παραγάγει το φαινόμενο των «φανατικών» οπαδών. Το «υπό» δηλώνει το μέρος ένός όλου, το υπο-σύστημα εντός του όλου συστήματος και όχι το υποβαθμισμένο, υπόγειο ή παράνομο όπως στην έννοια του υποκόσμου, η οποία πολλές φορές προβάλλεται στον όρο υποκουλτούρα.

H «υποκουλτούρα» δηλώνει την κουλτούρα οποιασδήποτε ομαδοποίησης ή συλλογικότητας, που ενώ δεν αποδέχεται την πολιτισμική πραγματικότητα του κοινωνικού συστήματος στο οποίο είναι ενταγμένη και υιοθετεί σημαντικά στοιχεία από το κυρίαρχο σύστημα αξιών, διαφοροποιείται σε ποικίλο βαθμό έντασης και έκτασης ως προς ορισμένες άλλες κοινωνικές αξίες, κοινωνικά νοήματα και εθιμικούς τρόπους ζωής.

Πρώτος βασικός παράγοντας, λοιπόν, της υποκουλτούρας η πολιτισμική διαφοροποίηση υποδηλώνει τρία βασικά χαρακτηριστικά: ότι καταρχήν τα μέλη της υποκουλτούρας αποδέχονται την κυρίαρχη κουλτούρα στις βασικές της προδιαγραφές. Δεύτερον ότι τα μέλη της υποκουλτούρας δεν μπορούν να φτάσουν σε ακραίες θέσεις ή να αναιρέσουν το κυρίαρχο σύστημα αξιών και τέλος ότι η πολιτισμική διαφοροποίηση δείχνει τις δυνατότητες που υπάρχουν στις σύγχρονες αναπτυγμένες κοινωνίες για εναλλακτικές μορφές έκφρασης. Η άποψη αυτή αντικατοπτρίζει τη θεωρία της κουλτούρας που δηλώνει ότι η κουλτούρα, ο πολιτισμός, είναι αποτέλεσμα των αντιθέσεων/ συγκρούσεων των διαφόρων υποομάδων ή συλλογικοτήτων που απαρτίζουν μια κοινωνία.

Οι νεανικοί σχηματισμοί δημιουργούνται για να επιλύσουν προβλήματα, στα οποία η κυρίαρχη επίσημη (γονεϊκή) κουλτούρα δεν προσφέρει λύση ή έστω διέξοδο. Η υποπολιτισμική καινοτομία είναι μια επινόηση και επεξεργασία απαντήσεων σε κοινωνικές και πολιτισμικές δυσχέρειες ή αντιφάσεις για τις οποίες δεν υπάρχουν ακόμη πολιτισμικά πρόσφορες λύσεις. Δεύτερος, λοιπόν, σημαντικός παράγοντας που οδηγεί στη δημιουργία των υποπολιτισμών είναι η αδυναμία της κυρίαρχης ή επίσημης κουλτούρας να επιλύσει συγκεκριμένα κοινωνικά, πολιτισμικά ή υλικά προβλήματα συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων.

Και, τέλος, ο τρίτος παράγοντας που οδηγεί στη συγκρότηση των υποπολιτισμών είναι η επεξεργασία συλλογικών λύσεων σε κοινά υφιστάμενα, βιωμένα, αδιέξοδα. Εμφανίζονται δε στις περιοχές του κοινωνικού συστήματος όπου υπάρχει κάποια μορφή οργανωμένης ομαδοποίησης κοινωνικών αξιών, συλλογικών και ατομικών νοημάτων και κοινωνικής δράσης, που διαμορφώνονται σαν διιστάμενη απάντηση στις κυρίαρχες διατάξεις των κοινωνικών κανόνων.

Η υποκουλτούρα υπάρχει και λειτουργεί για όσο διάστημα εξακολουθεί να υπάρχει και το πρόβλημα που την δημιούργησε. Μετά την πάροδο ή λύση του προβλήματος παύει να υφίσταται και η ίδια. Έτσι, η ανέλιξη και η αποδοχή ενός ιδιαίτερου υποπολιτισμού αποτελεί μιαν ουσιωδώς προσωρινή, παροδική και δοκιμαστική λύση σε ένα ουσιαστικά συγκυριακό πρόβλημα. Η υποκουλτούρα, συνεπώς προσεγγίζει τις διαδικασίες συγκρότησης και τα χαρακτηριστικά της συλλογικής συμπεριφοράς, δηλαδή, του πλήθους, του κοινού, του κοινωνικού κινήματος και άλλων παρόμοιων μορφωμάτων.

Σε κάθε σύνθετη, στρωματοποιημένη κοινωνία υπάρχουν περισσότερες κουλτούρες, που λειτουργούν και αναπτύσσονται στο πλαίσιο της καθολικής κουλτούρας. Η κουλτούρα ολόκληρης της κοινωνίας, η καθολική κουλτούρα, δηλαδή το σύνολο των σχημάτων αντίληψης, γνώσης και δράσης, δεν θα πρέπει να εκληφθεί ως αδιαφοροποίητο ομογενοποιημένο «όλο». Είναι, αντίθετα, μια αντιφατική ολότητα, μια δυναμική αλληλοσχέση ενότητας και διαφοράς, αντίθεσης και αμοιβαιότητας, υπαγωγής και αντίστασης. Η κουλτούρα ολόκληρης της κοινωνίας, λοιπόν, αποτελείται τόσο από την κυρίαρχη ή ηγεμονική κουλτούρα όσο και από άλλες κουλτούρες και ποικίλα πολιτισμικά συστήματα.

Ειδωμένο από την υποπολιτισμική οπτική, οι μείζονες πολιτισμικοί σχηματισμοί (ή ηγεμονικές κουλτούρες) ονομάζονται «γονεϊκές» κουλτούρες και, όπως ήδη προαναφέραμε, με αυτές σχετίζονται αναπόφευκτα οι νεανικοί υποπολιτισμοί. Είναι, δηλαδή, οι υποκουλτούρες ομογενή υποσύνολα πολιτισμών συγκεκριμένων κοινωνικών τάξεων ή ομάδων. Είναι συμβολικά συστήματα τα οποία αποτελούνται από κοινωνικές αξίες, τις οποίες επιλέγουν ή/και επανερμηνεύουν σύμφωνα με τις κοινωνικές εμπειρίες των μελών τους, από αυτές που ήδη υπάρχουν στο ισχύον αξιακό σύστημα, από κοινωνικά ή συλλογικά νοήματα που δημιουργούν και επεξεργάζονται τα μέλη τους, και από μια ιδιόμορφη αισθητική ή τεχνοτροπία ζωής. Αυτή η τεχνοτροπία ζωής (life-style) ταυτόχρονα εκφράζει και επεξεργάζεται τη θεματική της συλλογικότητας, δηλαδή τις κεντρικές ανησυχίες και ενδιαφέροντα των μελών της, τις επιλεγμένες κοινωνικές αξίες και τα καινοφανή κοινωνικά νοήματα.

Χωρίς να προχωρήσουμε σε μεγάλη ανάλυση σχετικά με τα συμβολικά συστήματα καθώς και τη γένεση, χρήση και σημασία των συμβόλων για τα μέλη τους, θα επισημάνουμε ότι τα συστήματα αυτά συνιστούν εξωγενείς πηγές πληροφόρησης, βάσει των οποίων μπορεί να τυποποιηθεί η ζωή των ανθρώπων. Αποτελούν εξωατομικούς μηχανισμούς για την αντίληψη, κατανόηση, κρίση και επιδέξια διαχείριση του κόσμου. Τα πρότυπα πολιτισμού - θρησκευτικά, φιλοσοφικά, αισθητικά, επιστημονικά, ιδεολογικά - είναι προγράμματα: παρέχουν ένα σκελετό ή σχέδιο για την οργάνωση των κοινωνικών και πολιτισμικών διαδικασιών, το ίδιο όπως τα γενετικά συστήματα παρέχουν ένα σκελετό για την οργάνωση των οργανικών διαδικασιών. Υπό αυτή τη θεώρηση τα γενετικά προγράμματα ή μοντέλα αποτελούν για τα άτομα τις ενδογενείς πηγές πληροφόρησης. Κατ' αυτόν τον τρόπο η μελέτη της συμπεριφοράς συμπληρώνει την εικόνα και διευκολύνει την κατανόηση του πολιτισμικού - συμβολικού συστήματος.

Βασικό συστατικό μέρος των συμβολικών συστημάτων αποτελούν οι αξίες, οι δε αξίες αντιστοιχούν σε πρότυπα που ασπάζονται οι αντίστοιχες τάξεις, των οποίων τα μέλη συγκροτούν τα συμβολικά συστήματα. Συνεπώς, σύμφωνα με όλα αυτά, υφίστανται, κάθε στιγμή, θεσμοποιημένα πρότυπα με λιγότερη ή περισσότερη επάρκεια, τα οποία είναι σε διάσταση ή και σε αντίθεση με το καθολικό αξιακό σύστημα. Τόσο τα πρότυπα όσο και οι καταστάσεις αυτές είναι ενδημικές στο κοινωνικό σύστημα και με κάποια ευκαιρία μπορούν να γίνουν σημαντικές εστίες κοινωνικής αλλαγής.

Οι υποκουλτούρες επιλέγουν και αναδεικνύουν ή επανερμηνεύουν, σύμφωνα με τις κοινωνικές εμπειρίες των μελών τους, ορισμένες κοινωνικές αξίες από τα ήδη υπάρχοντα πρότυπα του ισχύοντος αξιακού συστήματος. Από τις υπάρχουσες κοινωνικές αξίες οι νεανικές υποκουλτούρες επιλέγουν και αναδεικνύουν κατά κύριο λόγο τις αξίες, που κατά μία θεώρηση ονομάζουμε «υπόγειες αξίες» και συγκεκριμένα τις αξίες της σχόλης και της απόλαυσης, της τόλμης και του επιθετικού ανδρισμού. Οι υπόγειες αξίες αναγνωρίζονται από όλες τις κοινωνικές τάξεις και γίνονται αποδεκτές από πολλούς ενώ όλες οι τάξεις ενστερνίζονται ορισμένες υπόγειες αξίες, οι οποίες βρίσκονται σε αντίθεση ή ακόμη και σε σύγκρουση με άλλες εξίσου βαθειά θεμελιωμένες αξίες. Έτσι, π.χ. οι υπόγειες αξίες της σχόλης και της απόλαυσης βρίσκουν τη συμβατικοποιημένη τους μορφή στα επίσημα επιδοκιμασμένα πρότυπα της κατανάλωσης και της διασκέδασης. Ως εκ τούτου οι νεανικές υποκουλτούρες, ακόμη και αυτές που χαρακτηρίζουμε ως παρεκκλίνουσες ή παραβατικές, δεν είναι απομονωμένες νησίδες, αποκομμένες από την κυρίαρχη κουλτούρα. Αντιθέτως, αποτελούν υπερβολικές και διαστρεβλωμένες παραλλαγές των αξιών που εκφράζουν τη σχόλη και την ηδονιστική απόλαυση. Για τον λόγο αυτό αντιτίθενται στο ήθος που συνδέεται με την παραγωγική εργασία και βασίζεται στο κυρίαρχο αξιακό σύστημα. Θα ήταν, λοιπόν, χωρίς νόημα η απομόνωση του φαινομένου, η έμφαση ή η ηθικολογία σχετικά με τις νεανικές υποκουλτούρες που εμφανίζουν «υπόγειες αξίες», εφόσον είναι σαφές από όλα όσα αναφέραμε ότι οι αξίες αυτές σχετίζονται άμεσα και είναι προϊόν αντίδρασης, αντίθεσης, ή προσπάθειας επίλυσης κοινωνικών δυσλειτουργιών. Γι αυτό τον λόγο και όταν πράγματι επιλύσουν το πρόβλημα βάσει του οποίου δημιουργήθηκαν προσαρτώνται στο ρεπερτόριο της καθολικής κουλτούρας και γίνονται και αυτές με τη σειρά τους ηγεμονικές. Και τούτο γιατί δεν υπάρχουν κοινωνικές αξίες οι οποίες να είναι κατεξοχήν παραβατικές ή παρεκκλίνουσες. Ο παράγοντας που δίνει παρεκκλίνουσα χροιά στις αξίες είναι η κοινωνική περίσταση, ο τρόπος και η έμφαση στη χρήση τους, καθώς και τα νοήματα ή οι ερμηνείες που τους αποδίδονται.

Οι νεανικοί σχηματισμοί, λοιπόν, ή υποπολιτισμοί, δεν εφευρίσκουν δικές τους, νέες, κοινωνικές αξίες, αλλά διαφοροποιούνται από τις κυρίαρχες ή επίσημες με δύο τρόπους:

Α) επιλέγοντας τέτοιες αξίες, οι οποίες βρίσκονται, κατά τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, στο παρασκήνιο ή παίζουν δευτερεύοντα ρόλο στη λειτουργία του κοινωνικού συστήματος. Β) διαφοροποιούνται μέσα από μια διαδικασία επανερμηνείας ή νέας νοηματοποίησης αξιών, οι οποίες ενδέχεται να παίζουν ακόμη και κεντρικό ρόλο στη λειτουργία του κοινωνικού συστήματος. Η διαδικασία αυτή συνδέεται με τη δημιουργία νέων κοινωνικών νοημάτων και βασίζεται στις βιωμένες εμπειρίες των μελών τους.

Αν όμως οι υποκουλτούρες δεν δημιουργούν άμεσα κοινωνικές αξίες, δηλαδή κατά τη διάρκεια της φυσικής τους ιστορίας, μακροπρόθεσμα συμβάλλουν συχνά στη διαμόρφωση νέων αξιών μέσω των (υπο-)πολιτισμικών καινοτομιών που εισάγουν. Οι (υπο-)πολιτισμικές καινοτομίες είναι το αποτέλεσμα της δημιουργίας και επεξεργασίας των νέων κοινωνικών νοημάτων και της επινόησης και έκφρασης νέων τρόπων αισθητικής και τεχνοτροπίας ζωής. Με άλλα λόγια, οι υποπολιτισμοί αποτελούν παράγοντα ανανέωσης, ανέλιξης και προόδου του κύριου, βασικού, πολιτισμικού συστήματος, οι δε νεανικοί υποπολιτισμοί προσδίδουν «νεανικότητα» σε συστήματα που ούτως ή άλλως υπόκεινται στη φθορά των «γηρατειών».

...................

(1) Στο πλαίσιο του άρθρου αυτού δεν έχει νόημα να αναπτυχθούν όλες αυτές οι έννοιες. Τις αναφέρουμε μόνον για να ευαισθητοποιήσουμε τον αναγνώστη γι' αυτές τις διαφορές σε έννοιες, που πολύ συχνά χρησιμοποιούνται αδιάκριτα.

(2) Η ανάλυση που ακολουθεί αποτελεί σύντομη παρουσίαση από το βιβλίο των Α. Αστρινάκη - Λ. Στυλιανούδη «Χέβυ Μέταλ, Ροκαμπίλυ, Φανατικοί Οπαδοί: Νεανικοί Πολιτισμοί και Υποπολιτισμοί στη Δυτική Αττική», Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1996. Ημερομηνία καταχώρησης: 15.3.2006
 
Φιλική Εταιρεία, ο σκαπανέας της ελευθερίας της Ελλάδας PDF Εκτύπωση E-mail
Προβληματισμοί - Ιστορία - Πολιτισμοί
Τετάρτη, 08 Μάρτιος 2006 02:29
του Νεόφυτου Χαριλάου

Είναι κοινός τόπος στην ιστοριογραφία, ότι τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα είναι το αποτέλεσμα μιας σειράς μακρών και επίπονων διεργασιών στο επίπεδο της ατομικής και συλλογικής συνειδήσεως των ανθρώπων. Η περίπτωση της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 είναι πολύ χαρακτηριστική και συνδέεται ως ιστορικό φαινόμενο με την προηγηθείσα περίοδο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, κατά τη διάρκεια του οποίου το υπνώττον υπόδουλο ελληνικό έθνος αφυπνίστηκε και χειραφετήθηκε εθνικά. Η διάδοση της παιδείας στις ευρύτερες μάζες του ελληνικού πληθυσμού την περίοδο αυτή, η επαφή πολλών Ελλήνων με τα ελεύθερα κράτη της Ευρώπης, η γνωριμία τους με τις ιδέες του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και με τις επιστημονικές ανακαλύψεις της εποχής οδήγησαν σιγά σιγά στην συνειδητοποίηση της ανάγκης για αποτίναξη του τουρκικού ζυγού και για απόκτηση ελεύθερης πατρίδας.

Οι μεμονωμένες προσπάθειες Ελλήνων, όπως του Ρήγα Βελεστινλή, για την οργάνωση επαναστατικού κινήματος τα προηγούμενα χρόνια, φανέρωναν ακριβώς την ανάγκη των υποδούλων για αλλαγή της δυσμενούς γι' αυτούς κατάστασης στην οποίαν είχαν περιέλθει. Οι προηγηθείσες επαναστατικές πρωτοβουλίες, παρά την αποτυχία τους, προετοίμασαν ψυχολογικά τους Έλληνες και τους οδήγησαν στην απόφαση για συλλογικότερες δράσεις. 'Ετσι, γεννήθηκε η Φιλική Εταιρεία, η οποία κατάφερε μέσα σε λίγα σχετικά χρόνια να οργανώσει επαναστατικό κίνημα και να επιτύχει την απελευθέρωση ενός μέρους της υπόδουλης Ελλάδας.

Η Φιλική Εταιρεία ήταν μια από τις πολλές μυστικές επαναστατικές εταιρείες που εμφανίστηκαν στις αρχές του 19ου αιώνα στην Ανατολική Ευρώπη. Ιδρύθηκε από τρεις 'Ελληνες της διασποράς, τον Νικόλαο Σκουφά, τον Εμμανουήλ Ξάνθο και τον Αθανάσιο Τσακάλωφ στις 14 Σεπτεμβρίου 1814, χρονιά σημαδιακή για ολόκληρη την Ευρώπη και τους λαούς της, αφού μετά την ήττα του Ναπολέοντα από την Τετραπλή Συμμαχία (Πρωσία, Ρωσία, Αυστρία, Αγγλία), οι φιλελεύθερες ιδέες και τα ριζοσπαστικά κινήματα τέθηκαν στο στόχαστρο της πολιτικής των εν λόγω χωρών.

Η ''Ιερή Συμμαχία'' των ισχυρών απολυταρχικών κρατών της Ευρώπης, τρομοκρατημένη από τη Γαλλική Επανάσταση που προηγήθηκε και τους πολέμους που ακολούθησαν, καθιέρωσε ως υπέρτατο νόμο των εθνών την αρχή της νομιμότητας και διακήρυξε με τον πιο επίσημο τρόπο την αποφασιστικότητά της να πνίξει στο αίμα κάθε επαναστατική κίνηση που θα εμφανιζόταν. Ο Καγκελάριος της Αυστρίας Μέττερνιχ διατύπωσε με μεγάλη σαφήνεια και κυνικότητα την πολιτική του φιλοσοφία, που αποτελούσε και επίσημη πολιτική της ''Ιερής Συμμαχίας'': "Μόνο οι μονάρχες έχουν δικαίωμα να καθορίζουν τις τύχες των λαών, οι ηγεμόνες ευθύνονται για τις πράξεις τους μόνο απέναντι στον Θεό''. Σύμφωνα με τις αρχές αυτές η σκλαβιά από ξένο δυνάστη -στην περίπτωση των Ελλήνων, το Σουλτάνο- ήταν ευλογημένη από το Θεό. Επιπλέον, η πολιτική της ''Ιερής Συμμαχίας'' δεν έμεινε απλώς στις διακηρύξεις κατά των επαναστατικών κινημάτων. Στις επίσημες θέσεις της υπήρχε άρθρο που προέβλεπε την αποστολή στρατευμάτων για την κατάπνιξη κάθε επαναστατικού κινήματος που θα εμφανιζόταν σε χώρα της Ευρώπης. Λίγο αργότερα, η Συμμαχία κάνοντας χρήση του άρθρου αυτού απέστειλε στην Ισπανία και την Ιταλία στρατιωτικές δυνάμεις και κατέπνιξε στο αίμα τα εκεί επαναστατικά κινήματα που είχαν ξεσπάσει.

Το διεθνές περιβάλλον στη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα ήταν εχθρικό από κάθε άποψη για την εμφάνιση φιλελεύθερου κινήματος στην Ευρώπη, γεγονός που καθιστούσε δύσκολη αν όχι αδύνατη την προβολή και πολύ περισσότερο την διεκδίκηση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των λαών. Ωστόσο, τα κηρύγματα της Γαλλικής Επανάστασης, οι φιλελεύθερες ιδέες, τα ανθρώπινα δικαιώματα, με πρώτο απ' όλα το δικαίωμα της ατομικής ελευθερίας και της αυτοδιάθεσης των λαών, είχαν ήδη γεννηθεί στις ψυχές και το πνεύμα των ανθρώπων και το ρεύμα αυτό σάρωνε όλη της Ευρώπη. Μυστικές εταιρείες, όπως αυτή των ''Καρμπονάρων'' και των ''Τεκτόνων'' έγιναν τα εκκολαπτήρια φιλελεύθερων ιδεών και επαναστατικών κινημάτων και αποτέλεσαν μεγάλο πρόβλημα για τους μονάρχες της Ευρώπης.

Από την πλευρά των Ελλήνων, στις αρχές του 19ου αιώνα παρατηρείται μεγάλη σχετική δραστηριότητα. Πριν από την Φιλική Εταιρεία είχαν ιδρυθεί κι άλλες εταιρείες, όπως το ''Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον'', η '' Φιλόμουσος Εταιρεία της Βιέννης'' κ.ά. που με το πρόσχημα της πνευματικής καλλιέργειας του γένους επεδίωκαν την εθνική αποκατάσταση. Η πιο οργανωμένη όμως και ουσιαστική προσπάθεια έγινε στην Οδησσό της Ρωσίας από τους τρεις προαναφερθέντες 'Ελληνες, οι οποίοι ίδρυσαν τη Φιλική Εταιρεία, με απώτερο σκοπό την απελευθέρωση της Ελλάδας. Οι τρεις ιδρυτές της ήταν άσημοι και απλοί 'Ελληνες της διασποράς, που όμως διέθεταν φλογερό πατριωτισμό και επαναστατικό φρόνημα. Στο παρελθόν, ήταν μέλη και άλλων μυστικών εταιρειών με συνωμοτική δράση. Συνένωσαν τον ενθουσιασμό και τις γνώσεις τους γύρω από τα μυστικά σύμβολα και τους συνωμοτικούς κανόνες αποβλέποντας στον ίδιο σκοπό. Προτού προβούν σε οποιαδήποτε ενέργεια, καθιέρωσαν κρυπτογραφικό κώδικα για την αλληλογραφία των μελών της Εταιρείας και όρισαν τα αρχικά γράμματα που θα χρησιμοποιούσε ο καθένας. Δεν υπήρχαν μανιφέστα ή διακηρύξεις και πέρασε τουλάχιστον ένας χρόνος πριν αποκτήσει η Εταιρεία οργανωτική δομή και να συνταχθούν οι πρώτοι όρκοι μυήσεως των μελών της.

Κατά το πρώτο διάστημα μετά την ίδρυση της Εταιρείας, -όπως μας πληροφορεί ο Ιωάννης Φιλήμων, ο πρώτος ιστορικός της Φιλικής Εταιρείας- ο Σκουφάς προσπάθησε να εξασφαλίσει την υποστήριξη των πλούσιων εμπόρων της Μόσχας και της Οδησσού, αλλά αυτοί τον μεταχειρίστηκαν σαν άξεστο χωρικό και τον έδιωξαν. Το γεγονός ότι ο Σκουφάς ήταν ένας άσημος και φτωχός απόδημος, χωρίς κάποια θέση στην κοινωνία των πλούσιων εμπόρων και μάλιστα είχε αποτύχει πρόσφατα οικονομικά, τον καθιστούσε εκ των προτέρων ακατάλληλο να διαχειρισθεί ένα τόσο σοβαρό ζήτημα, όπως ήταν η οργάνωση απελευθερωτικού κινήματος. Ο Σκουφάς, όπως και οι άλλοι Φιλικοί, σύντομα συνειδητοποίησε ότι δεν αρκούσε απλά και μόνο η ανοικτή δήλωση της απόφασης για την απελευθέρωση της πατρίδας για να προσελκύσει όλους τους Έλληνες, ιδιαίτερα μάλιστα εκείνους που κατά τεκμήριο ήταν οι πιο ισχυροί και θα μπορούσαν να συνεισφέρουν ουσιαστικά στο σκοπό αυτό. Χρειαζόταν πρωταρχικά η έξωθεν καλή μαρτυρία, το ισχυρό κύρος επιφανών ανδρών και παράλληλα οργανωτική δομή και επαρκής οικονομική βάση για την οργάνωση επαναστατικού κινήματος με ελπίδες επιτυχίας. Γι' αυτό το λόγο, για μεγάλο χρονικό διάστημα, πριν ακόμη ορισθεί ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ως αρχηγός της Εταιρείας, οι Φιλικοί άφηναν να εννοηθεί ότι ανώτατη αρχή της Εταιρείας ήταν ο Τσάρος Αλέξανδρος ή ο Ιωάννης Καποδίστριας.

Ουσιαστικά η Εταιρεία ιδρύθηκε και ελεγχόταν στη συνέχεια από 'Ελληνες των κοινοτήτων της ελληνικής διασποράς, που πρόσφατα είχαν εγκατασταθεί στη Ρωσία και στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Βρήκε σταθερούς και αφοσιωμένους υποστηρικτές όχι μεταξύ των μεγαλοαστών και των αριστοκρατών, αλλά μεταξύ των μικροεμπόρων, των υπαλλήλων, των τεχνιτών, των πραματευτάδων και των μισθοφόρων στρατιωτικών. Αξίζει δε να σημειωθεί πως ακόμη και προοδευτικοί λόγιοι, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, δεν μυήθηκαν στην Φιλική Εταιρεία, ίσως γιατί πίστευαν και διακήρυσσαν ότι το γένος θα έπρεπε πρώτα να εκπαιδευθεί περισσότερο και μετά να αναζητήσει την ελευθερία του.

Η Εταιρεία απευθυνόταν τον πρώτο καιρό μόνο σε ''Έλληνας φιλοπάτριδας'', προς ''όλους τους εκλεκτούς και ανδρείους των ομογενών''. Οι αλλοεθνείς αποκλείονταν, όπως και οι γυναίκες και μόνο αργότερα έγιναν δεκτές λίγες γυναίκες και ορισμένοι ξένοι κατ' εξαίρεσιν. Μέχρι και το 1817 η Εταιρεία δεν αναπτύχθηκε σημαντικά λόγω των σοβαρών δυσκολιών που συνάντησε. Από το 1818 και πέρα όμως γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη, όταν οι αρχηγοί της εγκαταστάθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και δώδεκα απόστολοι στάλθηκαν εκεί όπου υπήρχαν ελληνικές κοινότητες. Το 1819 μυήθηκαν στην Εταιρεία οι περισσότεροι αρχιερείς και πρόκριτοι της Πελοποννήσου, ενώ το 1820 η Εταιρεία είχε εξαπλωθεί σε όλο τον ελληνικό χώρο, ηπειρωτικό και νησιωτικό. Η μεγάλη εξάπλωση της δημιούργησε όμως σοβαρό κίνδυνο αποκάλυψής της, αφού λόγω των ομαδικών κατηχήσεων που γίνονταν άρχισε να χάνεται ο έλεγχος των μυήσεων και ο αριθμός των μελών να υπερβαίνει το επιτρεπτό όριο για μυστική οργάνωση. Παράλληλα με την εξάπλωση της Εταιρείας διευρύνθηκε η ηγεσία της. Εκτός από τους τρεις ιδρυτές, στη μυστική ''Αρχή'', όπως την ονόμασαν, προστέθηκαν ο Αντώνιος Κομιζόπουλος, ο Νικόλαος Γαλάτης, ο Άνθιμος Γαζής, ο Αθανάσιος Σέκερης, ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος και άλλοι. Στις 31 Ιουλίου 1818 πέθανε ο Ν. Σκουφάς, ένας από τους ιδρυτές της. Στις αρχές Φεβρουαρίου του 1820 ο Ξάνθος είχε στη Μόσχα δύο μυστικές συναντήσεις με τον Ιωάννη Καποδίστρια, τον ενημέρωσε για την Εταιρεία και του ζήτησε να αναλάβει την ηγεσία, αλλά εκείνος αρνήθηκε λόγω της ευαίσθητης θέσεως του ανώτατου αξιωματούχου που κατείχε στο ρωσικό κράτος, γεγονός που εύκολα θα προκαλούσε τις υποψίες των ξένων μυστικών υπηρεσιών.

Ο Ξάνθος στράφηκε στη συνέχεια σ' έναν άλλο επιφανή Έλληνα στην υπηρεσία της Ρωσίας, τον νεαρό αξιωματικό του ρωσικού στρατού Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο οποίος δέχθηκε με μεγάλη προθυμία και ενθουσιασμό την πρόταση. Στις 12 Απριλίου 1820 υπογράφτηκε το πρακτικό ανάληψης υπηρεσίας της αρχηγίας της Εταιρείας από τον Αλ. Υψηλάντη.

Ο Υψηλάντης, μόλις ανέλαβε την αρχηγία της Εταιρείας, ήθελε να καθορίσει τον χρόνο έναρξης της επανάστασης. Πρώτα όμως φρόντισε να διερευνήσει τη στάση της Ρωσίας στο θέμα αυτό, γι' αυτό και επισκέφθηκε μυστικά τον Ιωάννη Καποδίστρια στο Υπουργείο των Εξωτερικών, ο οποίος τον ενθάρρυνε στον σκοπό του. Την ίδια περίοδο είχε ξεσπάσει στην Ελλάδα εμφύλιος πόλεμος μεταξύ του Σουλτάνου και του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, γεγονός που ευνόησε την επίσπευση της απόφασης για άμεση έναρξη της Επανάστασης. Επίσης, το γεγονός ότι τα μέλη της Φιλικής Εταιρείας αριθμούσαν πολλές χιλιάδες σ' όλο τον ελληνικό και μη χώρο, καθιστούσε επικίνδυνη την αναβολή της έναρξης του αγώνα, αφού υπήρχε ο κίνδυνος της προδοσίας. 'Ηδη είχαν διαρρεύσει κάποιες πληροφορίες σχετικά με την Οργάνωση στις οθωμανικές αρχές, στις οποίες άρχισαν να κινούνται υποψίες.

'Ετσι, ο Υψηλάντης μαζί με τους άλλους αρχηγούς της Εταιρείας επιδόθηκε δραστήρια σε ενέργειες για την επίσπευση της ηθικής και υλικής προετοιμασίας του αγώνα και στη μελέτη και επεξεργασία της στρατηγικής που έπρεπε να ακολουθηθεί για την οργάνωση και υλοποίηση του επαναστατικού κινήματος. Ο Υψηλάντης με προσωπικές επιστολές σε οπλαρχηγούς, λογίους και απλούς 'Ελληνες προσπάθησε να ενισχύσει το ηθικό των Φιλικών και να τους ενθαρρύνει να συστρατευθούν ενεργητικά στον αγώνα. Παράλληλα, για την υλική προπαρασκευή αναδιοργανώθηκαν οι οικονομικές εφορίες τη Εταιρείας για τη συγκέντρωση πόρων και ιδρύθηκε η ''Φιλόμουσος Γραικική Εμπορική Εταιρεία'', που με το κάλυμμα της εμπορικής εταιρείας φρόντιζε να εξασφαλίσει μεγάλα χρηματικά ποσά για την Επανάσταση.

Τον Ιούνιο του 1820, ο Υψηλάντης, αφού πήρε άδεια αορίστου χρόνου για λουτρά, έφυγε από την Πετρούπολη και μετέβη με άλλους Φιλικούς στις νότιες περιοχές της Ρωσίας για να μελετήσουν τη στρατηγική της Επαναστάσεως. Εκεί, αφού δέχθηκε διάφορα σχέδια ενέκρινε τελικά το ''Σχέδιον Γενικόν'', το οποίο είχε ευρύτητα και πληρότητα και επιδίωκε την κινητοποίηση του συνόλου των δυνάμεων του 'Εθνους σε πολλά μέρη της υπόδουλης Ελλάδας αλλά και της Μολδοβλαχίας. Παράλληλα, προέβλεπε την εξέγερση και των άλλων υπόδουλων λαών της Βαλκανικής, Σέρβων, Βουλγάρων και Μολδοβλάχων. Στο διάστημα που ακολούθησε της απόφασης για άμεση κήρυξη του αγώνα υπήρξαν πολλές διαφοροποιήσεις και αλλαγές στα αρχικά σχέδια, λόγω κυρίως των προβλημάτων επικοινωνίας μεταξύ του Υψηλάντη και των άλλων αρχηγών της Εταιρείας, εξαιτίας της διαφορετικής οπτικής μέσα από την οποία προσέγγιζαν το όλο ζήτημα, αλλά και της ιδιοτελούς και φιλόδοξης στάσης ορισμένων από αυτούς.

Παράλληλα, οι αντικρουόμενες πληροφορίες που έφταναν συνεχώς στον Υψηλάντη για γνωστοποίηση του κινήματος στον Σουλτάνο, έκαναν επιτακτική την ανάγκη για επίσπευση της Επανάστασης, παρά το γεγονός ότι δεν είχε γίνει η απαραίτητη προπαρασκευή στην Πελοπόννησο και αλλού. 'Ετσι, στις 24 Φεβρουαρίου 1821 και αφού προηγήθηκε ένα μήνα πριν στην Βλαχία (Βουκουρέστι) με υπόδειξη και καθοδήγηση της Εταιρείας το κίνημα του Ρουμάνου Θεόδωρου Βλαδιμηρέσκου, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης κήρυξε την Επανάσταση στη Μολδαβία. Στη συγκινητική προκήρυξή του με τον τίτλο ''Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος'' ο αρχηγός της Επανάστασης έγραφε:

"Η ώρα ήλθεν, ω άνδρες 'Ελληνες! Προ πολλού οι λαοί της Ευρώπης, πολεμούντες υπέρ των ιδίων δικαιωμάτων και της ελευθερίας αυτών, μας επροσκάλουν εις μίμησιν (...). Οι φωτισμένοι λαοί της Ευρώπης (...) πλήρεις ευγνωμοσύνης διά τας προς αυτούς των προπατόρων μας ευεργεσίας επιθυμούσι την ελευθερίαν της Ελλάδος. Ημείς φαινόμενοι άξιοι της προπατορικής αρετής και του παρόντος αιώνος, είμεθα ευέλπιδες να επιτύχωμεν την υπεράσπισιν αυτών και βοήθειαν. (...) Το έθνος συναθροιζόμενον θέλει εκλέξει τους δημογέροντάς του, και εις την υψίστην ταύτην βουλήν θέλουσι υπείκει όλαι μας αι πράξεις. (...) Η πατρίς θέλει ανταμείψει τα ευπειθή και γνήσια της τέκνα με τα βραβεία της δόξης και τιμής, τα δε απειθή κηρύξει ως νόθα (...). Ας καλέσωμεν λοιπόν εκ νέου, ω ανδρείοι και μεγαλόψυχοι 'Ελληνες, την ελευθερίαν εις την κλασσικήν γην της Ελλάδος!''

Η επαναστατική προκήρυξη και το κίνημα του Υψηλάντη στην Μολδοβλαχία θορύβησαν όχι μόνο τους Τούρκους αλλά και τους ηγέτες της Ευρώπης, οι οποίοι την περίοδο αυτή βρίσκονταν σε διάσκεψη στο Λάυμπαχ για να εξετάσουν άλλα επαναστατικά κινήματα που είχαν προηγηθεί. Αν και η Ελληνική Επανάσταση καταδικάστηκε από τους ισχυρούς της Ευρώπης και ο Υψηλάντης διαγράφηκε από τους καταλόγους του ρωσικού στρατού, εντούτοις οι 'Ελληνες επαναστάτες κατάφεραν να καταγάγουν σημαντικές νίκες στο στρατιωτικό πεδίο. Παρά την αποτυχία τελικά του κινήματος στην Μολδοβλαχία και το θάνατο του Υψηλάντη, η Επανάσταση αναπτύχθηκε στην υπόδουλη Ελλάδα και μετά από δεκαετή αγώνα οι Έλληνες απέκτησαν ελεύθερη πατρίδα.

Το όλο εγχείρημα της Φιλικής Εταιρείας, με δεδομένες τις εσωτερικές και εξωτερικές δυσκολίες, ξεπερνούσε και την πιο τολμηρή φαντασία. 'Ηταν δύσκολο να πιστέψει κάποιος ότι τρεις άσημοι και απλοί 'Ελληνες, που όμως είχαν φλογερή πίστη και επιμονή στο στόχο τους, θα κατάφερναν να οργανώσουν ένα επαναστατικό κίνημα τέτοιας εμβέλειας. Πρώτοι απ' όλους αντιλήφθηκαν την ανάγκη μιας πατρίδας που θα αναγνώριζε όλους τους 'Ελληνες ως ελεύθερους πολίτες και συνέλαβαν το σχέδιο της απελευθέρωσης της Ελλάδας. Παρά τις αντιξοότητες κατάφεραν τελικά να ενώσουν το έθνος κάτω από τη "σημαία" της Ελευθερίας.

'Ετσι οι Έλληνες πέτυχαν, πρώτοι απ' όλους τους Βαλκανικούς λαούς, την απελευθέρωσή τους από τους Οθωμανούς κατακτητές. Η κατάκτηση της ελευθερίας και ανεξαρτησίας τους υπήρξε το φωτεινό παράδειγμα και για τους υπόλοιπους λαούς της Ευρώπης και η απαρχή του τέλους του οθωμανικού δεσποτισμού. Οι εθνικές διεκδικήσεις των υπόλοιπων βαλκανικών και άλλων εθνοτήτων που ακολούθησαν έδειξαν ότι ο σπόρος της ελευθερίας που οι υπόδουλοι 'Ελληνες έριξαν είχε ήδη φυτρώσει.

Ημερομηνία καταχώρησης: 8.3.2006
 
Προκαταλήψεις και θεσμοί: οι αντιστάσεις στην αλλαγή των θεσμών PDF Εκτύπωση E-mail
Προβληματισμοί - Ιστορία - Πολιτισμοί
Τετάρτη, 01 Μάρτιος 2006 02:28
της Λίλυς Στυλιανούδη

Στο άρθρο αυτό θα αναφέρουμε από την θεωρία των θεσμών εκείνα τα στοιχεία που θα βοηθήσουν στην κατανόηση, κυρίως, της έννοιας της προκατάληψης. Καταρχήν, υπάρχει μία διαδικασία δημιουργίας των θεσμών που χαρακτηρίζεται από την συνεχή αποκρυστάλλωση των διαφόρων τύπων κανόνων, οργανώσεων και πλαισίων ρύθμισης των διαδικασιών τους, πράγμα που από ένα σημείο και μετά δημιουργεί αντιστάσεις για την όποια αλλαγή τους. Δεύτερον, οι θεσμοί εμπεριέχουν την ρύθμιση της συμπεριφοράς των ατόμων που τους απαρτίζουν σύμφωνα με ορισμένα, συνεχή και οργανωμένα πρότυπα, τα οποία με την σειρά τους εμπεριέχουν μια καθορισμένη κανονιστική διάταξη. Τούτο σημαίνει, ότι η ρύθμιση βασίζεται σε κανόνες και σε επικυρώσεις οι οποίες νομιμοποιούνται από αυτούς τους κανόνες. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα σύστημα κυκλικά ανατροφοδοτούμενο, το οποίο ρυθμίζει και οργανώνει, με τον σύντομο τρόπο που παρουσιάσαμε, πρότυπα συμπεριφορών για τα άτομα ή για τις ομάδες των ατόμων που το απαρτίζουν.

Οι διαδικασίες βάσει των οποίων τα άτομα ευαισθητοποιούνται ως προς τα σύμβολα, τους κανόνες και τους στόχους του θεσμού του οποίου αποτελούν μέρος, σχετίζονται σε ένα μεγάλο ποσοστό με τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να εσωτερικεύσουν και να συντηρήσουν τους κανόνες και τα κριτήρια αξιολόγησής των κανόνων αυτών. Και τούτο, διότι οι στάσεις των ατόμων και τα συναισθήματά τους απέναντι στον θεσμό, καθώς και η όποια αλληλοεπίδραση μεταξύ τους, αποτελούν τον βασικό παράγοντα αναπαραγωγής όλου του συστήματος των συμβολικών, φαντασιακών αναπαραστάσεων των επί μέρους ατόμων. Αυτό το πλέγμα των συμβολικών φαντασιακών αναπαραστάσεων σε συλλογική πλέον μορφή αντιστέκεται στην όποια αλλαγή του θεσμού, είτε σε τυπικό είτε σε άτυπο πλαίσιο.

Οι αναπαραστάσεις αυτές μας συνδέουν αμέσως με το θεωρητικό, πλαίσιο της προκατάληψης. Η ψυχοδυναμική προσέγγιση της προκατάληψης, καθώς και στοιχεία της γνωστικής προσέγγισης, που ακολουθούμε, κυρίως, στο άρθρο αυτό, θεωρεί την προκατάληψη ως αποτέλεσμα των μηχανισμών άμυνας, όπως η προβολή και η μετάθεση, που ενεργοποιούνται για την επίλυση μιας ενδο-ψυχικής σύγκρουσης και το στερεότυπο ως γνωστική δομή που περιέχει τις γνώσεις, τις πεποιθήσεις και τις προσδοκίες που έχει ένα άτομο για μια ομάδα.

Σε ένα γενικό ορισμό θα μπορούσαμε να ορίσουμε την προκατάληψη ως μία, φαινομενικά, αδικαιολόγητη αρνητική συμπεριφορά, μία ανεπιθύμητη και άδικη στάση απέναντι σε ένα άτομο ή σε μια ορισμένη ομάδα.

Ο όρος προκατάληψη στην ελληνική γλώσσα είναι ρηματικό παράγωγο του ρήματος προκαταλαμβάνω, ρήμα που όταν εμφανίζεται στη γλώσσα σημαίνει (2) «καταλαμβάνω εκ των προτέρων, ιδία δια στρατιωτικής δυνάμεως (2), προφθάνω και κυριεύω». Στην ρητορική εμφανίζεται με την σημασία του «προλαμβάνω τι δια λόγου, διαπραγματεύομαι, ομιλώ περί τινος πρότερον» καθώς και «εννοώ τι πρότερον, καταλαβαίνω προηγουμένως». Στη νεώτερη γλώσσα και μεταφορικώς, σημαίνει «πείθω κάποιον να σχηματίσει γνώμη εκ των προτέρων πριν να μελετήσει κάτι επακριβώς, προδιαθέτω κάποιον για κάτι». Κατά συνέπεια, η λέξη προκατάληψη, έχει τέσσερις βασικές σημασίες, όπως μας τις δίνει το Λεξικό και σημαίνει: «1. η πρότερον κατάληψις, άλωσις, 2. ρητορικόν σχήμα, καθ'ο ο ρήτωρ προκαταλαμβάνων ενδεχομένην αντίρρησιν υπό του αντιπάλου ανασκευάζει αυτήν, 3. η προκαταρκτική αντίληψις, μάθησις, και 4. (στη νεώτερη κοινή δημοτική) γνώμη που έχει σχηματιστεί εκ των προτέρων εξ επηρεασμού και χωρίς ενδελεχή εξέταση των πραγμάτων, ιδία επί κακού» (4). Αντίστοιχα σε Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό (5) διαβάζουμε ότι η προκατάληψη είναι «γνώμη σχηματιζομένη προχείρως, άνευ της απαιτουμένης κριτικής των πραγμάτων ερεύνης ένεκα επηρεασμού εκ προσωπικών ελατηρίων ή εξ άλλων υποβολών» (6). Ήδη, η απόδοση νοήματος της ελληνικής γλώσσης φαίνεται να ορίζει ως βασικά χαρακτηριστικά της προκατάληψης την κατάληψη, την άλωση, καταστάσεις που ένα υποκείμενο υφίσταται ως αποτέλεσμα μιας πολεμικής δράσης ενός παράγοντα εχθρικού προς αυτό. Η κατάληψη εκ των προτέρων, μια δράση που προηγείται μιας άλλης, θέτουν το υποκείμενο της προκατάληψης σε θέση τρομακτικής αδυναμίας έναντι του δράστη της προκατάληψης και δυνατότητας αντίδρασης προς αυτόν. Προφθάνω και κυριεύω φαίνονται να διαγράφουν σαφώς αυτή την δράση του δράστη, που αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό της προκατάληψης, εφόσον η προκατάληψη συνδέεται άμεσα με την εκδήλωση της εχθρικής συμπεριφοράς. Η προκατάληψη, όμως, σημαίνει ακόμη και αντίληψη και μάθηση, πράγμα που ανταποκρίνεται τελείως στην παραδοχή ότι η προκατάληψη είναι καταρχήν μία μαθημένη συμπεριφορά σε σχέση με τον Άλλο, τον άγνωστο, τον διαφορετικό από το υποκείμενο, γι’ αυτό και τόσο φοβιστικό και απειλητικό.

Ο αγγλικός όρος prejudice (7), αλλά και οι αντίστοιχοι όροι άλλων ευρωπαϊκών γλωσσών, αναφέρονται κυρίως σε μια άποψη (πρό-κριση, προ-δίκασμα) ή μια γνώμη (πρό-ληψη) την οποία σχηματίζει κανείς πολύ πριν έχει συλλέξει τα σχετικά στοιχεία και ως εκ τούτου, η γνώμη ή η άποψη στηρίζονται σε ελλιπή ή ακόμα και σε φανταστικά στοιχεία. Στις κοινωνικές επιστήμες εξετάζεται, κυρίως, το αντιληπτικό ή γνωστικό στοιχείο, ένα μόνο στοιχείο ενός πολύπλοκου φαινομένου, όπως είναι η προκατάληψη. Το στοιχείο αυτό περιέχει τις ιδέες ή τις γνώμες που έχουμε για εκείνα τα άτομα ή τις ομάδες που αποτελούν αντικείμενο μιας πρόωρης κρίσης ή άποψης. Η άποψη αυτή συνιστά αυτό που με άλλο τρόπο ονομάζουμε, επίσης, στερεότυπο.

Η προκατάληψη συνεπάγεται μία συγκεκριμένη στάση υπέρ ή κατά, μία αντίστοιχη θετική ή αρνητική αξία καθώς και την συνοδεύουσα συγκινησιακή κατάσταση. Ταυτόχρονα, τόσο το άτομο που είναι φορέας προκαταλήψεων όσο και το άτομο που υφίσταται τις προκαταλήψεις, είναι έτοιμα να εκφραστούν μέσω δράσης. Υπάρχει, δηλαδή, εγγενές και το στοιχείο της ετοιμότητας προς δράση, που αποτελεί τη συμπεριφορική άποψη της προκατάληψης. Τόσο ο φορέας όσο και το υποκείμενο στην προκατάληψη άτομο αντιδρούν σε όλα όσα νομίζουν ή αισθάνονται, συμπεριφέρονται, δηλαδή, με τρόπο που αντανακλά την αποδοχή ή την απόρριψη από τους άλλους. Οι απότοκες δράσεις της προκατάληψης αποτελούν διαφόρων βαθμών εκφάνσεις της διάκρισης, όρου που συνδέεται στενά με την προκατάληψη και το στερεότυπο.

Οι έρευνες, που για πάρα πολλά χρόνια γινόντουσαν ώστε να καταλάβουν οι κοινωνικοί επιστήμονες αυτό το τόσο πολύπλοκο φαινόμενο που είναι η προκατάληψη, οδήγησαν στην έννοια του εθνοκεντρισμού, μια έννοια που χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει μία γενική διάθεση που καταδείκνυε ότι το άτομο το επικεντρωμένο «εθνικά» αποδέχεται με άκαμπτο τρόπο αυτούς που είναι «όμοιοι» με αυτό ως προς την κουλτούρα και απορρίπτει τα «ανόμοια» προς αυτόν άτομα, περιλαμβανομένων και ατόμων ή ομάδων της δικής του κουλτούρας, που, όμως, παρεκκλίνουν από αυτήν. Αποδεικνύεται κατ’ αυτόν τον τρόπο ότι στην προκατάληψη υπάρχει μια γενική εθνοκεντρική στάση, μεροληπτική, που δημιουργεί ένα σύνδρομο στάσεων συμπεριλαμβανομένου και του φαινομένου του αποδιοπομπαίου τράγου. Η ερευνητική ομάδα του Ινστιτούτου της Κοινωνικής Έρευνας στην Γερμανία, πριν από τον πόλεμο, προσπάθησε με μία σειρά συνεντεύξεων ψυχαναλυτικού τύπου να ερμηνεύσει το «σύνδρομο των στάσεων» και να παρουσιάσει μία θεωρία της προσωπικότητας που θα εξηγούσε το φαινόμενο αυτό και που συνδέεται με την εκπαίδευση του ατόμου σε οικογένεια με αυταρχικούς, τυραννικούς, γονείς, πράγμα που δημιουργεί στο άτομο μικτά, αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα. Τα όποια αρνητικά συναισθήματα απέναντί τους παραμένουν απωθημένα και κατά την ενήλικη ηλικία. Η θεώρηση αυτή συναντά την υπόθεση του Φρόυντ για την απώθηση της επιθυμίας. Δημιουργείται, λοιπόν, μία σχάση στο πνεύμα του ανθρώπου με προκατάληψη: τα αμφιθυμικά αυτά συναισθήματα προς τους γονείς χωρίζονται σε θετικά και αρνητικά. Τα θετικά αποδίδονται στους γονείς αλλά τα αρνητικά συναισθήματα, τα εχθρικά, στρέφονται προς άλλους στόχους, όπως τα μέλη άλλων εθνικών ομάδων ή προς αυτούς για τους οποίους πιστεύει κανείς ότι παραβαίνουν την κρατούσα τάξη και τους νόμους. Αυτή η γνωστική θεμελιακή κατάσταση θεωρήθηκε ότι εξαρτιόταν από τον ψυχικό μηχανισμό της καταστολής. Όλες οι επιθυμίες για τις οποίες το άτομο ντρέπεται και τις αρνείται μετατίθενται σε άλλα άτομα.

Ο κόσμος που κατασκευάζει το άτομο με προκαταλήψεις αποτελεί ένα σύμπαν που του επιτρέπει να μπορεί να εκφραστεί για όλα εκείνα που αλλιώς θα ήταν γι’ αυτό απαγορευμένα. Ο άλλος, ο διαφορετικός, γίνεται εύκολα ο «αποδιοπομπαίος τράγος», υποδεχόμενος τα συναισθήματα που γεννιούνται στα άτομα με προκαταλήψεις. Αυτά αποφορτίζουν την δική τους ενοχή δημιουργώντας αυτούς τους αποδιοπομπαίους τράγους, δηλαδή μεταθέτοντας ψυχολογικά τις δικές τους αμαρτίες σε άλλους ανθρώπους. Αυτή η ιδέα του εξαγνισμού, που συνδέεται αναπόσπαστα με το φαινόμενο του αποδιοπομπαίου τράγου, έχει ιδιαίτερα αναπτυχθεί από τους νεώτερους μελετητές και θεωρείται ένας σημαντικός μηχανισμός αυτοδικαίωσης της μετατιθέμενης επιθετικότητας που συνοδεύει την προκατάληψη. Η επιθετική δράση, (η οποία σε πολλές περιπτώσεις φθάνει έως την εγκληματικότητα) και την οποία αναλαμβάνει το άτομο με προκαταλήψεις εναντίον του υποκειμένου των προκαταλήψεων αυτών, δηλαδή του αποδιοπομπαίου τράγου, έχει εξαγνιστικό χαρακτήρα διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο δικαιώνει ο δράστης την πράξη του και δικαιώνεται μέσα από αυτήν.

Η οργάνωση κάθε θεσμού εμφανίζει σε επίπεδο δομής δύο σημαντικές παραμέτρους: την τυπική και άτυπη οργάνωση.

Με τον όρο τυπική οργάνωση αναφερόμαστε, συνήθως, στην οργάνωση όπως αυτή μπορεί να αποτυπωθεί σ’ ένα οργανόγραμμα και αφορά την διαδικαστική λειτουργία. Πρόκειται για τον επίσημο τρόπο λειτουργίας ενός οργανισμού, τους κανόνες, την ιεραρχία. Αποτέλεσμα του είδους τυπικής οργάνωσης που έχει επιλεγεί είναι και η γραφειοκρατία. Η γραφειοκρατία επιβάλλει μια βίαιη μορφή τάξης στον οργανισμό, συχνά εις βάρος των ίδιων των ατόμων αλλά και των χρηστών των υπηρεσιών που προσφέρονται από τον οργανισμό. Ας μην ξεχνάμε ότι η τυπική οργάνωση είναι αυτή που ορίζει ποια είναι τα καθήκοντα, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του κάθε εργαζομένου στον οργανισμό. Η άτυπη οργάνωση που αποτελεί όπως και η τυπική οργάνωση αναπόσπαστο στοιχείο της λειτουργίας ενός οργανισμού, αναφέρεται στις σχέσεις μεταξύ των ατόμων και στις ανεπίσημες μεθόδους που αυτοί επιστρατεύουν για να παρακάμψουν τις τυπικές, γραφειοκρατικές διαδικασίες. Μορφές άτυπης οργάνωσης της λειτουργίας αποτελούν τα άτυπα δίκτυα επικοινωνίας των ατόμων, τα κουτσομπολιά, η δημιουργία μικρών ομάδων με κοινό τρόπο ή σκοπό λειτουργίας. Σε κανονικές συνθήκες, η άτυπη οργάνωση εξυπηρετεί την ευελιξία του οργανισμού και είναι θεμιτή.

Αν η τυπική οργάνωση, η γραφειοκρατία, επιτρέπει να δημιουργείται η εντύπωση ότι ένας θεσμός λειτουργεί όπως πρέπει, όπως ορίζουν δηλαδή οι νόμοι και ο επίσημος κανονισμός του Οργανισμού, η άτυπη οργάνωση επιτρέπει στους εργαζομένους να λειτουργούν όπως αυτοί θέλουν. Ενώ σ’ επίσημο επίπεδο μπορεί να είναι πολύ δύσκολο κάποιος εξωτερικός παρατηρητής (άτομο από την κοινότητα ή ερευνητής/ αξιολογητής) να αντλήσει πληροφορίες για τον θεσμό, στο εσωτερικό του, μία πληροφορία (απόφαση, φήμη, κουτσομπολιό) κυκλοφορεί αμέσως, μπορεί να παρουσιαστεί με τον τρόπο που κάθε άτομο ή ομάδα ατόμων επιθυμεί και να χρησιμοποιηθεί ανάλογα με τα προσωπικά συμφέροντα του καθενός.

Το μέγεθος της γραφειοκρατικής αγκύλωσης του οργανισμού είναι αυτό που, συχνά, καθιστά απαραίτητο, το κάθε άτομο να ακολουθήσει μία σειρά ανεπίσημων, άτυπων διαδικασιών, ώστε να αντεπεξέλθει στα καθήκοντά του. Στο πλαίσιο ενός θεσμού, όμως, όπου κυριαρχεί μία εικόνα ακινησίας, η άτυπη οργάνωση μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο κάλυψης της ακινησίας αυτής.

Η άτυπη οργάνωση καθιερώνει ένα παγιωμένο τρόπο αντίληψης των σχέσεων μεταξύ των ατόμων που απαρτίζουν τον θεσμό και ένα συγκεκριμένο τρόπο λειτουργίας. Η διατάραξη αυτού του συντεχνιακού τρόπου λειτουργίας οδηγεί στην δημιουργία εντάσεων, που υποκρύπτονται πίσω από φαινομενική ηρεμία και, τελικά, σε μία σειρά από συγκρούσεις και συμπεριφορές ετεροκαταστροφικότητας, αλλά και σε αυτοκαταστροφικού τύπου αποσύρσεις. Οι αλλαγές που μπορεί να προτείνει και να προωθεί η Διοίκηση ταράσσουν την στασιμότητα που η γραφειοκρατική αλλά και η άτυπη οργάνωση των ατόμων έχουν επιφέρει σε μία περίοδο πολλών ετών. Το αποτέλεσμα είναι οι διαδικασίες αλλαγής να αντιμετωπίζονται με συνεχή καχυποψία και να γίνονται προσπάθειες ακύρωσης της όλης παρουσίας του φορέα της αλλαγής.

Ένα τελευταίο χαρακτηριστικό στοιχείο που εμφανίζεται στον χώρο της διοίκησης, εφόσον αυτή είναι ο φορέας της όποιας αλλαγής, είναι οι συνεχείς διχοτομήσεις και διαχωρισμοί σε ομάδες. Μπορεί κάποιος να κάνει λόγο για ομάδες, ή ακόμα και για αντίπαλα «στρατόπεδα» μεταξύ:

- καταρχήν της διοίκησης, ως ενιαίου συνόλου, και των ατόμων που απαρτίζουν ένα θεσμό,

- εντός της διοίκησης, του διοικητή απέναντι στους διοικητικούς υπαλλήλους, που με την σειρά τους διαχωρίζονται σε

- αυτούς που στηρίζουν την αλλαγή και σε αυτούς που αντιτίθενται σ' αυτήν,

- και τέλος, μεταξύ του συνόλου των ατόμων και του εξωτερικού περιβάλλοντος του θεσμού (κοινότητα).

Ο λόγος για τον οποίο έχει νόημα η σε βάθος εξέταση των τυπικών και άτυπων σχέσεων μεταξύ των ατόμων που καταλαμβάνουν τον χώρο του θεσμού και την πιθανότητα ύπαρξης φαινομένων προκατάληψης, είναι γιατί πιστεύουμε ότι είναι ένα επίπεδο στο οποίο μπορεί και πρέπει να παρέμβει κανείς ώστε να επιφέρει βελτιώσεις, να δημιουργηθεί ένα κλίμα, ένα πλαίσιο που θα επιτρέψει στις προσπάθειες αλλαγής να ευοδωθούν και μάλιστα προς όφελος όλων. Οι αρνητικές στάσεις και προκαταλήψεις, προϊόν μάθησης και κατασκευής, φαίνεται ότι μπορούν να αλλάξουν μέσω διαφόρων στρατηγικών που καθορίζονται από την ιδιοτυπία του κάθε θεσμού.

Όλα αυτά μας δίνουν τη δυνατότητα να σχολιάσουμε ορισμένες όψεις αυτής της θεσμικής πραγματικότητας, πέραν των όλων όσων μέχρι τώρα αναφέρθηκαν, και υπό το πρίσμα της ψυχικής οδύνης. H ψυχική οδύνη καθορίζει ένα χώρο συνάντησης, ένα χώρο που επιτρέπει την συνομιλία μεταξύ των ανθρώπων εφόσον συμβαίνει στον χώρο του βιώματος. Η συνάντηση είναι εφικτή γιατί η ψυχική οδύνη συνιστά έναν κοινό τόπο βιωμένης εμπειρίας, στον οποίο οι άνθρωποι συναντώνται για να συνδιαλλαγούν, είτε έχουν συνείδηση του γεγονότος είτε όχι.

Είναι βασικό να κατανοήσουμε, την έκταση και την ποιότητα της ψυχικής οδύνης μέσα στον θεσμό, ως προϊόντος διαρκούς αλληλεπίδρασης μεταξύ ατομικής οδύνης, οδύνης του ίδιου του θεσμού και της κοινωνικής πραγματικότητας που σχετίζεται με τον συγκεκριμένο θεσμό (κοινωνικές αναπαραστάσεις, στιγματισμός, προκαταλήψεις απέναντί του), πράγμα το οποίο μας ανάγει στο επίπεδο της ατομικής έναντι της συλλογικής «ψυχοπαθολογίας».

Μπορούμε να διακρίνουμε τρεις πηγές οδύνης στον θεσμό, παρά το γεγονός ότι φαίνονται διαπλεκόμενες με το παράπονο και τον προσδιορισμό των αιτιών αυτών των παραπόνων. Η μία πηγή είναι αναπόσπαστα δεμένη με το καθ’ αυτό γεγονός της ύπαρξης του θεσμού· η άλλη πηγή είναι η ξεχωριστή και ιδιαίτερη περίπτωση κάθε θεσμού, με την κοινωνική και ασυνείδητη ιδιαίτερη δομή του· η τρίτη πηγή είναι η ψυχική δομή και λειτουργία του κάθε ατόμου εντός του θεσμού. Μπορούμε να διακρίνουμε ακόμη την οδύνη που συνδέεται με την ίδια την ζωή: αυτή είναι συνέπεια των περιορισμών, των αντιστάσεων, των απογοητεύσεων που συνοδεύουν κάθε ανθρώπινο ον, σχετίζονται, δηλαδή, με την απόσταση που χωρίζει το αντικείμενο από την επιθυμία, το άγχος, την σχέση του ατόμου με την αλήθεια.

Ορισμένες πτυχές αυτής της οδύνης αρθρώνονται με την κοινή ζωή του θεσμού, αλλά πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι ο θεσμικός χώρος είναι επίσης, ο χώρος της ψυχικής οδύνης των ιδίων των ατόμων με την ιδιαίτερη ιστορία και ψυχοπαθολογία τους. Ο θεσμός είναι ένα κοινό ψυχικό αντικείμενο· αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, ο θεσμός δεν υποφέρει. Υποφέρουν τα άτομα στην σχέση τους με τον θεσμό, υποφέρουν μέσα σε αυτή τη σχέση τους με τον θεσμό.

Οι θεσμοί διαθέτουν τέτοιου τύπου μηχανισμούς άμυνας, ώστε να ενισχύσουν τις υφιστάμενες άμυνες του ατόμου και να κρατούν σε απόσταση το υποκείμενο από τα διάφορα επώδυνα βιώματα που παράγονται μέσα στην ζωή του θεσμού. Αυτές οι διεργασίες «εγκύστωσης» της οδύνης του ατόμου μέσα στον θεσμό έχουν σαν αποτέλεσμα μεταξύ άλλων την μη εγγραφή των επώδυνων εμπειριών στην ψυχική λειτουργία των ατόμων και την βαθμιαία ήττα της ευχαρίστησης του σκέπτεσθαι, ιδιαίτερα συλλογικά. Προβάλλουμε με αυτόν τον τρόπο αυτό που είναι και βιώνεται ως οδύνη στα άτομα που ζουν και συγκροτούν τον θεσμό: είναι ο εν εαυτώ θεσμός, αυτό που αναπαρίσταται μέσα μας σαν θεσμός που υποφέρει.

Η ψυχική οδύνη στον θεσμό πηγάζει, επίσης, από το γεγονός της μη κατανόησης της αιτίας, του αντικειμένου, των μηχανισμών άμυνας που τίθενται σε κίνηση, του νοήματος και του περιεχομένου της ίδιας της οδύνης που αισθανόμαστε.

Το αδιαφοροποίητο, η ισομορφία και η συνέπεια της μη διάκρισης μεταξύ σώματος και χώρου, των ορίων του εγώ και του άλλου, δημιουργεί μία ατμόσφαιρα σύγχυσης, ανομίας και διάχυτου απροσδιόριστου άγχους. Η οδύνη πηγάζει και συγκρατείται έτσι στην προκειμένη περίπτωση, από τους αδιαφοροποίητους πυρήνες που έχουμε όλοι μέσα μας, από το καλά φυλαγμένο ψυχωτικό κομμάτι μας, που αναπαριστά για μας έναν ανομολόγητο κίνδυνο και απειλή ενάντια στην ψυχική ακεραιότητα μας. Το αδιαφοροποίητο αυτό «μάγμα» αποτελεί σε τελευταία ανάλυση φόβο για την ίδια την ταυτότητα μας, παραπέμπει σε μία μη ταυτότητα, στο επώδυνο κενό των ψυχωτικών βιωμάτων.

Συχνά, τα μέλη του ίδιου του θεσμού απωθούν -μέσω μιας σύμβασης απάρνησης- την διαφορετικότητα, την βία, την εγκατάλειψη, τις διαιρέσεις και τις αγεφύρωτες έριδες μεταξύ των ατόμων: η σύμβαση της απάρνησης μετασχηματίζεται στην πράξη σε μια συμφωνία σιωπής και λήθης όλων εκείνων των στοιχείων που δομούν την ιστορία του θεσμού. Στην πράξη πρόκειται για μια σύμβαση, οι όροι της οποίας δεν μπορούν ποτέ να διατυπωθούν και να εκφραστούν δημόσια.

Η αρχιτεκτονική και το ψυχικό υλικό του θεσμού, αποτελούνται από τον πρωταρχικό μύθο του, που προσφέρει μια κοινή ταυτισιακή μήτρα και ένα κώδικα, προκειμένου τα μέλη που αποτελούν τον θεσμό να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν το άγνωστο, την αβεβαιότητα, την αλλαγή. Η απειλή ή η διατάραξη - για διάφορους εξωτερικούς και εσωτερικούς λόγους, - αυτής της μυθικής μήτρας, που περιέχει το παν, που οργανώνει κανονιστικά την ομοιοστασία του θεσμού και την ψυχική οικονομία του κάθε μέλους του, μπορεί να προκαλέσει καταστροφικές αντιδράσεις και άμυνες. Όταν ο θεσμός δεν υποστηρίζει πλέον τα υποκείμενα που τον αποτελούν, ο ίδιος ο θεσμός γίνεται αντικείμενο επιθετικότητας και καταστροφικότητας του συνόλου των λειτουργιών του.

Είναι, επίσης, ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι σε αυτό το έδαφος της κρίσης και της συλλογικής αβεβαιότητας, η ψυχική οδύνη των ατόμων βρίσκει καταφύγιο σε έντονες ψυχοσωματικές αντιδράσεις (που σε ορισμένα άτομα αγγίζουν τις ψυχοσωματικές αποδιοργανώσεις), σε σοβαρές αντιδραστικές καταθλίψεις και χρόνια δυσθυμική κατάσταση και σε εκρηκτικές χαρακτηριολογικές αντιδράσεις.

Όταν και αυτού του τύπου οι προσπάθειες παθολογικής «διευθέτησης» των ψυχικών συγκρούσεων δεν ευοδωθούν, παρατηρείται, συχνά, η εμφάνιση πολιτικών και ιδεολογικών δράσεων, που έχουν περισσότερο τον χαρακτήρα εκδραμάτισης, παρά στοιχείων πολιτικής και ιδεολογικής ανάλυσης.

Η ουσιαστική απειλή προέρχεται από τον φόβο της αδυναμίας αντίδρασης με τους κανόνες που έχουν ήδη θεσπιστεί και ο φόβος της συνάντησης με μια διαφορετική «κοινωνικότητα» που θέτει σε αμφισβήτηση την προηγούμενη ταυτότητα του ατόμου και του θεσμού. Η διαδικασία διαμόρφωσης μιας νέας συλλογικής ταυτότητας, σε αντιπαράθεση με την παλιά, προκαλεί φαινόμενα παρανοϊκών αντιδράσεων, παλινδρομήσεων ή εκλογικευτικών αντιστάσεων μέσω τεράστιων και ανυπέρβλητων γραφειοκρατικών και διοικητικών εμποδίων.

Ίσως, μετά από όλη αυτή την ανάλυση να γίνεται καλύτερα κατανοητό ότι όλα αυτά τα στοιχεία συγκροτούν μια ισχυρή ύφανση προκαταλήψεων, ανομολόγητων και ανεπεξέργαστων, τόσο ψυχικά όσο και νοητικά, που δημιουργούν φαντασιώσεις καταστροφικότητας και αφανισμού του θεσμού και των μελών του. Η τάση να αποσυνδέονται σχέσεις, δεσμοί, συναισθήματα, να ακυρώνεται κάθε ευχαρίστηση του κατανοείν, του σκέπτεσθαι και του πράττειν, αυξάνει την εντροπία του συστήματος, την ανομία, την σύγχυση, την αποδιοργάνωση και επιφέρει -αν δεν επιβάλλει- μία διαδικασία παγώματος, μία διαδικασία ψυχικού θανάτου.

Οι θεσμοί, ως συστήματα και σχηματισμοί, πολιτισμικοί, συμβολικοί, φανταστικοί και κοινωνικοί, λειτουργούν ως εμπεριέχοντα σύνολα, με αποτέλεσμα να εντυπώνουν το διακριτικό στίγμα τους στο σώμα, στην σκέψη και στην ψυχή σε κάθε ένα από τα μέλη τους. Οι θεσμοί συγκροτούνται, επίσης, μέσα από ασυνείδητους οργανωτές και μέσα από μεικτούς σχηματισμούς που διασφαλίζουν, για τα υποκείμενα, για τους δεσμούς, τις διαδικασίες επένδυσης που έχουν ανάγκη, τις ικανοποιήσεις των επιθυμιών των μελών τους και τις αναγκαίες άμυνες, τα ανάλογα στηρίγματα στην ψυχική, νοητική και κοινωνική λειτουργία των ατόμων.

Η υπάρχουσα οδύνη των μελών του θεσμού μπορεί να υπερχειλίζει τόσο σε ορισμένες περιπτώσεις, ώστε να ωθεί τα μέλη του να νομιμοποιούνται για να μη επιτελούν αυτό που είναι η πραγματική αποστολή τους.

...............................

Σημειώσεις

(1) Μερικά από τα θεωρητικά αποσπάσματα που παρατίθενται στο άρθρο αυτό συγκροτούν το βασικό θεωρητικό πλαίσιο μελέτης υπό δημοσίευση των Σ. Στυλιανίδη, Μ. - Γ. Λίλυ Στυλιανούδη και Π. Χονδρού.

(2) Τα λήμματα και οι ερμηνείες έχουν ληφθεί από το Μέγα Λεξικόν όλης της Ελληνικής Γλώσσης του Δ. Δημητράκου.

(3) Υπογράμμιση δική μας.

(4) Υπογράμμιση δική μας.

(5) Επίτομον Ορθογραφικόν και Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ηλίου», 1930. Αξίζει να τονίσουμε το γεγονός ότι το έτος δημοσίευσης του Λεξικού προηγείται των ερευνών για την προκατάληψη, και ότι ο ορισμός συμφωνεί με τα επιστημονικά δεδομένα της εποχής του (βλ. La Pierre, 1934) παραμένοντας εύστοχος και περιεκτικός μέχρι σήμερα.

(6) Υπογράμμιση δική μας.

(7) Βλ. λήμμα, στην International Encyclopedia of the Social Sciences.

Ημερομηνία καταχώρησης: 1.3.2006
 
Νεοελληνικός διαφωτισμός: προάγγελος της ελευθερίας των Ελλήνων PDF Εκτύπωση E-mail
Προβληματισμοί - Ιστορία - Πολιτισμοί
Τετάρτη, 01 Φεβρουάριος 2006 02:27
του Νεόφυτου Χαριλάου

Ο ελληνικός Διαφωτισμός αποτελεί κλάδο του μεγάλου κορμού του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Ο όρος Διαφωτισμός αποτελεί νεολογισμό που έχει εισαχθεί στη νεοελληνική γλώσσα κατά μίμηση των αντίστοιχων αγγλικού, γερμανικού, ιταλικού (Enlightenment, Aufklarung, Illuminismo), γύρω στα τέλη του περασμένου αιώνα. Με τον όρο Διαφωτισμός οι Ευρωπαίοι ιστορικοί εννοούσαν τις ιδέες και τις αξίες που εκπορεύτηκαν από την παιδεία της βορειοδυτικής Ευρώπης κατά τον 18ο αιώνα, πριν από τη Γαλλική Επανάσταση. Η νέα ιδεολογία του Διαφωτισμού είχε την αφετηρία της στον αρχαιοελληνικό στοχασμό, τον οποίο οι εκπρόσωποί της είχαν μελετήσει σε βάθος, αλλά βασίστηκε κυρίως στις σύγχρονες ανακαλύψεις της επιστήμης στην Ευρώπη (βλ. Γαλιλαίος, Νεύτων). Επιδίωξη των ευρωπαίων Διαφωτιστών ήταν η κατίσχυση του σύγχρονου πνεύματος σε βάρος των κατεστημένων ιδεών της θρησκευτικής μισαλλοδοξίας, του δογματισμού, της άγνοιας και της προκατάληψης. Η ριζική αμφισβήτηση των καθιερωμένων αυθεντιών, ο προβληματισμός γύρω από τη φύση, τις πηγές και τα όρια της γνώσης, η πίστη στην ανθρώπινη γνωστική δυνατότητα, η επίκληση του ορθού λόγου, η φυσική θρησκεία των ελεύθερων στοχαστών διαμόρφωσαν το ιδεολογικό πλαίσιο του κινήματος του Διαφωτισμού.

Εν ολίγοις, ο Διαφωτισμός εξέφρασε τη χειραφέτηση του ευρωπαϊκού πνεύματος από τα δεσμά της μεσαιωνικής σκέψης και προσέφερε ένα εναλλακτικό σύνολο γνωστικών και αξιολογικών αρχών το οποίο προετοίμασε τις συνθήκες για ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές μεταβολές. Η περίπτωση της Γαλλικής Επανάστασης αποτελεί το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της ωρίμανσης σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο των ιδεών του Διαφωτισμού στις ανθρώπινες συνειδήσεις.

Οι ιδέες του Διαφωτισμού ξεπέρασαν τα όρια της βορειοδυτικής Ευρώπης και εξαπλώθηκαν στον χώρο της καθ' ημάς Ανατολής, όπου οι πολιτικές συνθήκες (Οθωμανική κατάκτηση) ήταν εντελώς διαφορετικές. Τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 18ου και ιδιαίτερα τις δύο πρώτες του 19ου, όπου ορίζεται και ο νεοελληνικός Διαφωτισμός, το διαφωτιστικό ευρωπαϊκό πνεύμα διοχετεύθηκε στον υπόδουλο ελληνικό χώρο, προκαλώντας το ξύπνημα των συνειδήσεων αλλά και αντιδράσεις από την παραδοσιακή τάξη

Κατά τη διάρκεια της πεντηκονταετίας 1774 - 1821 πραγματοποιήθηκε πρωτοφανής ενεργοποίηση των υγιών στοιχείων της ελληνικής κοινωνίας, διανοουμένων, εμπόρων, κληρικών, κ.ά., προς την κατεύθυνση της καλλιέργειας της παιδείας, λόγω κυρίως της ουσιαστικής βελτίωσης των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών των υπόδουλων Ελλήνων. Οι 'Ελληνες ομογενείς έμποροι που ζούσαν στις οργανωμένες παροικίες της Ευρώπης αποτέλεσαν την αιχμή του δόρατος στη διαφωτιστική προσπάθεια, αφού με την οικονομική τους επιφάνεια χρηματοδοτούσαν σχολεία και εκδόσεις βιβλίων, χορηγούσαν μεγάλα χρηματικά ποσά για υποτροφίες σε φτωχούς ελληνόπαιδες για σπουδές στο εξωτερικό και γίνονταν μοχλοί εκπαιδευτικής ανανέωσης. Οι περιπτώσεις των αδελφών Ζωσιμάδων, του Ζώη Καπλάνη, του Μανωλάκη Καστοριανού, του Αλέξανδρου Βασιλείου, κ.ά. είναι πολύ χαρακτηριστικές.

Η ελληνική λογιοσύνη κατά την περίοδο του Διαφωτισμού ανέλαβε το βάρος του εκσυγχρονισμού της εκπαίδευσης και του διανοητικού βίου, μέσω κυρίως της στροφής προς την κλασσική αρχαιότητα αλλά και της επαφής με τον στοχασμό, τις ανακαλύψεις και τα επιστημονικά επιτεύγματα της δυτικής Ευρώπης. 'Ετσι, η στροφή της νεοελληνικής σκέψης προς τα αρχαία κείμενα υπήρξε το μέσο για την εθνική αυτοσυνειδησία, ενώ η "μετακένωση", κατά την έκφραση του Αδαμάντιου Κοραή, των επιτευγμάτων της ευρωπαϊκής σκέψης και επιστήμης στην ελληνική Ανατολή αναπροσανατόλισε το περιεχόμενο και τους στόχους της ελληνικής εκπαίδευσης.

Κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κατάκτησης, λόγω της μεγάλης ύφεσης που παρουσίασε η παιδεία και συνακόλουθα η εκπαίδευση, ο διανοητικός βίος περιοριζόταν στην αποδοχή της επίσημης θρησκευτικής ιδεολογίας, που εξέφραζε μεταξύ των άλλων και την μοιρολατρική στάση απέναντι στον κατακτητή της θεώθεν τιμωρίας των Χριστιανών. Παράλληλα συντηρούσε ακόμη και στα κατώτερα στρώματα του λαού την καχυποψία, αν όχι την εχθρότητα προς τη Δύση και σε κάθε τι δυτικότροπο. Σ΄ αυτό είχαν συμβάλλει ασφαλώς σε μεγάλο βαθμό τα ιστορικά προηγούμενα της άλωσης της Πόλης αλλά και η σύγχρονη καθολική προπαγάνδα, η οποία προσπαθούσε να προσελκύσει στο καθολικό δόγμα τους ελληνικούς πληθυσμούς, προκαλώντας τη δικαιολογημένη αντίδραση της επίσημης ορθόδοξης Εκκλησίας.

Για την απαλλαγή από το παραδοσιακό θρησκευτικό πνεύμα της εκπαίδευσης και της στροφής σε πιο εκκοσμικευμένα προγράμματα διδασκαλίας με την εισαγωγή της αρχαίας ελληνικής παιδείας έγιναν προσπάθειες και από τον χώρο της Εκκλησίας. Προδρομική μορφή σ' αυτή την προσπάθεια υπήρξε ο πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρης (1572 - 1638), ο οποίος στις αρχές του 17ου αιώνα οργάνωσε την εκπαίδευση σε νέες βάσεις. Η ανασυγκρότηση της Πατριαρχικής Σχολής της Κωνσταντινούπολης, με την εισαγωγή της ελληνικής φιλοσοφίας στα προγράμματα σπουδών, η ίδρυση τυπογραφείου, η μετάφραση της Καινής Διαθήκης σε πιο απλή γλώσσα για να γίνεται κατανοητή απ' όλους και οι συνεχείς εγκύκλιοί του προς το χριστεπώνυμο πλήρωμα της Εκκλησίας για ανόρθωση της παιδείας στις κατά τόπους περιοχές ήταν μερικές από τις εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες του.

Τα προβλήματα ωστόσο της ελληνικής εκπαίδευσης ήταν και πολλά και μεγάλα, αφού τον 18ο αιώνα στην υπόδουλη Ελλάδα με δυσκολία συντηρούνταν ελάχιστες εκπαιδευτικές εστίες με αξιόλογο περιεχόμενο. Τα ελληνικά σχολεία ήταν λιγοστά και περιορισμένης πνευματικής εμβέλειας, αφού οι δάσκαλοι, που ήταν συνήθως κληρικοί, περιόριζαν τη διδασκαλία στην γραφή και στην ανάγνωση της οκτωήχου και του ψαλτηρίου.

Την πνευματική ανάγκη αφύπνισης των υπόδουλων Ελλήνων διαμέσου της παιδείας συνέλαβε με μεγάλη ενάργεια ο κοσμοκαλόγερος Κοσμάς ο Αιτωλός (1714 - 1779), ο οποίος περιερχόταν όλη την Ελλάδα ιδρύοντας σχολεία και μορφώνοντας δασκάλους. Στις περιοδείες του σε τριάντα συνολικά επαρχίες ίδρυσε δέκα ελληνικά (ανώτερα) και διακόσια κοινά σχολεία (κατώτερα). Την αναγκαιότητα της παιδείας πολύ συχνά ανέφερε στα κηρύγματά του: "Δεν βλέπετε οπού το γένος μας αγρίευσεν απ' την αμάθεια και εγίναμεν όλοι ωσάν θηρία; Δια τούτο σας συμβουλεύω να κάμετε σχολείο. Να σπουδάζετε και εσείς αδελφοί. Το σχολείο φωτίζει τους ανθρώπους. εσύ οπού κάμνεις παιδιά, να τα παιδεύεις και να τα μανθάνεις γράμματα και εξόχως ελληνικά, διότι η Εκκλησία μας είναι εις την ελληνικήν γλώσσαν". [2]

Την περίοδο του Διαφωτισμού αυξάνονται σε ποσότητα αλλά και ποιότητα τα ελληνικά σχολεία. Πολλοί δάσκαλοι σπουδασμένοι στην Ευρώπη, εισάγουν νέες μεθόδους διδασκαλίας και διδάσκουν τις νέες ανακαλύψεις της επιστήμης, ενώ πολλοί λόγιοι μεταφράζουν βιβλία στα ελληνικά με παρόμοιο περιεχόμενο. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Κωνσταντίνου Κούμα (1777 - 1863) ο οποίος είχε σπουδάσει στην Ευρώπη και μετέφρασε γαλλικά βιβλία μαθηματικών και φυσικής. Την περίοδο 1809 - 1812 δίδαξε στο φημισμένο στην εποχή του Φιλολογικό Γυμνάσιο της Σμύρνης, όπου παρέδιδε δημόσια μαθήματα φυσικής και χημείας με πειράματα σε πλήθος κόσμου.

Η εισαγωγή στην ελληνική εκπαίδευση επιστημονικών γνώσεων και μεθόδων αντικατόπτριζε ακριβώς τις συντελεσθείσες αλλαγές στο διανοητικό πεδίο και φανέρωνε την αποδέσμευση σε μεγάλο βαθμό της ελληνικής σκέψης από τον εναγκαλισμό της παραδοσιακής θρησκευτικής ιδεολογίας.

Ωστόσο, οι αλλαγές αυτές δεν έγιναν εύκολα ούτε είχαν γενικό χαρακτήρα. Οι παραδοσιακές πρακτικές και προσανατολισμοί της εκπαίδευσης έδειξαν εξαιρετικές αντοχές στις προσπάθειες αντικατάστασής τους και ασφαλώς η αντίδραση των φορέων τους ήταν έντονη. Οι περιπέτειες πολλών ελλήνων Διαφωτιστών σε ελληνικά σχολεία της εποχής είναι ο αψευδής μάρτυρας αυτής της επώδυνης και συνάμα συγκινητικής προσπάθειας των Ελλήνων λογίων για τον αναπροσανατολισμό της εκπαίδευσης. [3] Η αντίδραση αυτή οφειλόταν κυρίως στην άγνοια και την αμάθεια των φορέων της παραδοσιακής ιδεολογίας και ενισχυόταν από τη μακραίωνη καχυποψία της Ανατολικής Εκκλησίας προς τη Δύση.

Η Μεγάλη Εκκλησία συσπείρωνε κάτω από την σκέπη της όλους τους ορθόδοξους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αφού αποτελούσε τον επίσημο συλλογικό φορέα τους απέναντι στην Οθωμανική εξουσία. 'Οπως ήταν φυσικό, η εξουσιαστική αυτή σχέση μεταξύ του Οθωμανού κυρίαρχου, του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και των υπόδουλων Ελλήνων δημιουργούσε την ανάγκη τήρησης των απαιτούμενων ισορροπιών για την χωρίς προβλήματα διαβίωση των χριστιανών.

Στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα όταν σταδιακά στην Ελλάδα τα κοινωνικοοικονομικά και εκπαιδευτικά δεδομένα αλλάζουν ποιοτικά και ποσοτικά, τα κηρύγματα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης αρχίζουν να διοχετεύονται στον χώρο της καθ' ημάς Ανατολής. Η επίσημη Εκκλησία στην εισαγωγή των νέων αυτών ιδεών, είτε από συντηρητισμό, είτε από ανασφάλεια, είτε από φόβο, στάθηκε επιφυλακτική ή ακόμη και αρνητική, αφού πίστευε πως η υιοθέτηση φιλελεύθερων και ριζοσπαστικών ιδεών έθετε σε κίνδυνο την τύχη του χριστιανικού ποιμνίου της, αλλά και αυτής της ίδιας. 'Ετσι μπορεί να εξηγήσει κανείς την καταδίκη του Ρήγα Βελεστινλή (1757 - 1798) [4] από την Μεγάλη Εκκλησία, ο οποίος είχε υιοθετήσει τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης και υπήρξε η ριζοσπαστικότερη μορφή της ελληνικής λογιοσύνης την περίοδο του Διαφωτισμού.

Οι 'Ελληνες λόγιοι, παρά το γεγονός ότι είχαν να αντιμετωπίσουν την αντίδραση των φορέων της κατεστημένης ιδεολογίας, οι οποίοι αισθάνονταν θεματοφύλακες της παράδοσης, κατάφεραν να ανταποκριθούν με μεγάλη επιτυχία στο καθήκον της διαφώτισης των υπόδουλων Ελλήνων. Οι 'Ελληνες Διαφωτιστές κατάφεραν να αφυπνίσουν το πνεύμα της αρχαιοελληνικής παράδοσης στις συνειδήσεις των νέων Ελλήνων και να ξαναφέρουν στο προσκήνιο των συζητήσεων τις αρχές και τα ιδεώδη του κλασσικού πολιτισμού.

Παράλληλα, για πρώτη φορά, έθεσαν ζητήματα και προβλήματα που για δεκαετίες ταλάνιζαν την ελληνική παιδεία. Στα ελληνικά περιοδικά της εποχής δεκάδες άρθρα ποικίλου περιεχομένου κάνουν την εμφάνισή τους, μεταδίδοντας τις νέες γνώσεις και ανακαλύψεις της εποχής, ενώ εκατοντάδες πρωτότυπα βιβλία και μεταφράσεις τυπώνονται από δραστήριους 'Ελληνες. Η φιλολογική διαμάχη της εποχής με επίκεντρο το γλωσσικό πρόβλημα, δηλαδή αν θα έπρεπε να καθιερωθεί στον γραπτό λόγο η απλή γλώσσα ή η αρχαϊζουσα, αντικατοπτρίζει επίσης τις πνευματικές αναζητήσεις και τον δυναμισμό με τον οποίο αντιμετώπισαν οι 'Ελληνες λόγιοι τα πνευματικά ζητήματα.

Ειδικά τις πρώτες δύο δεκαετίες του 19ου αιώνα, περίοδο κορύφωσης του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, οι πνευματικές εκδηλώσεις ήταν σε μεγάλη έξαρση, εξαιτίας της εμφάνισης μεγάλων μορφών των γραμμάτων, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής (1748 - 1833), ο Νεόφυτος Δούκας (1760 - 1845), ο Άνθιμος Γαζής (1764 - 1837), ο Κωνσταντίνος Οικονόμος (1780 - 1857), ο Κωνσταντίνος Βαρδαλάχος (1756 - 1830), ο Θεόφιλος Καϊρης (1784 - 1853), κ.ά..

Παράλληλα, άλλοι πιο τολμηροί προετοιμάζουν μυστικά το γένος για την επανάσταση. Στα τέλη του 18ου αιώνα ο Ρήγας Βελεστινλής συντάσσει χάρτες, εκδίδει προκηρύξεις και συνωμοτεί κατά της οθωμανικής τυραννίας. Ο μαρτυρικός θάνατος αυτού και των συντρόφων του μετά από προδοσία, δεν έκαμψε το φρόνημα των υπόδουλων Ελλήνων, αντίθετα άναψε την φλόγα της ελευθερίας και τα επαναστατικά του θούρια διαδίδονταν μυστικά από στόμα σε στόμα. Λίγα χρόνια αργότερα, το έργο της προετοιμασίας των υπόδουλων ανέλαβε η Φιλική Εταιρεία, που αργά αλλά μεθοδικά κατάφερε να οργανώσει τους υπόδουλους 'Ελληνες και να πραγματοποιήσει την εθνική αποκατάσταση.



Η αποκατάσταση του πρώτου ελληνικού κράτους το 1831, αν και δεν δικαίωνε απόλυτα τις επιδιώξεις και τα όνειρα των επαναστατημένων Ελλήνων, ωστόσο αποτελούσε τη δικαίωση του δεκαετούς αγώνα του ελληνικού λαού, ο οποίος μετά από σχεδόν τετρακόσια χρόνια έβγαινε από την αφάνεια της ιστορίας και έπαιρνε τη θέση του στη χορεία των ελεύθερων εθνών.

................................

[1] Για τον Νεοελληνικό διαφωτισμό βλ. γενικά Κ. θ. Δημαρά, "Νεοελληνικός Διαφωτισμός", Αθήνα 1985, Π. Κονδύλη, "Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Οι φιλοσοφικές ιδέες", Αθήνα 1988, G. P. Henderson, "Η αναβίωση του κλασσικού στοχασμού" 1620 - 1830. "Η ελληνική φιλοσοφία στα χρόνια της Τουρκοκρατίας", Μ.τ.φ.ρ. Φ. Κ. Βώρου, Αθήναι 1994, Π. Κιτρομηλίδη, "Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Οι πολιτικές και κοινωνικές ιδέες", Αθήνα 1996.

[2] "Ιστορία του " Ελληνικού 'Εθνους", τομ. ΙΑ, σελ. 124.

[3] Βλ. ενδεικτικά Φ. Ηλιού, "Κοινωνικοί αγώνες και Διαφωτισμός. Η περίπτωση της Σμύρνης", Αθήνα 1986, Π. Κιτρομηλίδη, "Αγώνες για την ιδεολογική ανανέωση στην παιδεία των Ιωαννίνων", ΑΝΤΙ, τχ. 179, 14 (1981), σελ. 26 - 30, Α. Αγγέλου, "Η δίκη του Μεθόδιου Ανθρακίτη" (όπως την αφηγείται ο ίδιος), "Αφιέρωμα εις την ΄Ηπειρον", εις μνήμην Χρίστου Σούλη, Αθήνα 1956, σελ. 168-182, και το ίδιο στο "Των φώτων", Αθήνα 1988, σελ. 23-37, του ιδίου, "Προς την ακμή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού" (οι διενέξεις του Λεσβίου στη Σχολή των Κυδωνίων), Μικρασιατικά Χρονικά, 7 (1956), σελ. 1 - 81.

[4] Βλ. Λέανδρου Βρανούση, (επιμ.), 'Απαντα Ρήγα Βελενστινλή, τομ. Α-Β,

Ημερομηνία καταχώρησης: 1.2.2006
 
<< Έναρξη < Προηγούμενο 31 32 33 34 35 36 37 38 Επόμενο > Τέλος >>

JPAGE_CURRENT_OF_TOTAL