'Οταν η αλλαγή μπορεί ακόμη να έλθει... Εκτύπωση
Πνευματικότητα - Πνευματικότητα
Στην ζωή των ανθρώπων που την μνήμη τους τείνουν να χάσουν, για να ξεχάσουν πιο εύκολα τον κόσμο που έλπιζαν και κοντεύει να σβήσει, μέσα στον κόσμο που πια δεν θέλουν.

Το 1928 ο Άρθουρ Έντιγκτον εισήγαγε την έννοια του βέλους του χρόνου για να εκφράσει την μονόδρομη ιδιότητα του χρόνου η οποία δεν έχει ανάλογο στον χώρο. Μεταγενέστερες παρατηρήσεις και υποθέσεις έθεσαν το θέμα της διαστολής του σύμπαντος, της φοράς και της ταχύτητας της κίνησης του. Σύμφωνα με την άποψη αυτή η διαστολή του σύμπαντος επιλέγει μια κατεύθυνση του χρόνου για ένα κοσμολογικό βέλος του χρόνου, με αμετάτρεπτη πάντοτε την αρχή της μη αντιστροφής του βέλους του χρόνου. Ακόμη και με αυτή την παραδοχή της μη αντιστροφής του βέλους του χρόνου, δίνεται ένα ποσοστό ελευθερίας στην κατεύθυνση της κίνησης του βέλους του χρόνου, αποκαλύπτοντας έτσι την πολλαπλότητα των εκδοχών μιας χρονικής στιγμής, γεγονός που παραπέμπει στην άποψη της παραλληλότητας των συμπάντων που σημαίνει ότι κάθε στιγμή έχει μια πολλαπλότητα εκδοχών που περιέχονται στα σύμπαντα που συμμετέχουν στην συγκεκριμένη στιγμή. Αυτό που επιτρέπει την πρόσβαση του ανθρώπου ή της ανθρωπότητας στις διάφορες εκδοχές είναι η επιλογή, που από την απόφαση προκύπτει.

Συνεπώς, η απόφαση είναι εκείνη που επιλέγει και ενεργοποιεί την εκδοχή εντός της χρονικής στιγμής. Η απόφαση προσδιορίζει μερικές φορές μια δράση η οποία και την χαρακτηρίζει. Η δράση επιφέρει μια αλλαγή στο χωροχρονικό πλαίσιο και διαμορφώνει τις συνθήκες εντός του περιβάλλοντος. Έτσι στην ανθρώπινη σκέψη προκαλείται η δυνατότητα της σύγκρισης των συνθηκών πριν και μετά από ένα γεγονός ή μια δράση που πηγάζει από μια απόφαση.

Το πριν και το μετά είναι δυο χρονικοί προσδιορισμοί που έχουν σαν άξονα ένα γεγονός που κατά κάποιο τρόπο επιφέρει τέτοιου είδους αλλαγές σε μια συνθήκη, μια κατάσταση ή ένα αντικείμενο, ώστε να υπάρχουν αναγνωρίσιμες διαφορές που προήλθαν από την δράση του γεγονότος. Η ιστορία συνήθως είναι κάτι που καταγράφεται μετά για να μπορεί κάποιος να έχει αντίληψη των πραγμάτων πριν και κατά την διάρκεια ενός γεγονότος. Ιστορία είναι το αφήγημα γεγονότων συνδεδεμένων με ένα αληθινό ή φανταστικό αντικείμενο, πρόσωπο. Ένας συστηματικός απολογισμός αποτελούμενος από μια χρονολογική καταγραφή γεγονότων, που συχνά περιλαμβάνει μια φιλοσοφική επεξήγηση της αιτίας και της προέλευσης τέτοιων γεγονότων. Ένας κλάδος της γνώσης που καταγράφει και επεξηγεί παρελθόντα γεγονότα σαν βήματα της ακολουθίας της ανθρώπινης δραστηριότητας.

Μια τέτοια τοποθέτηση περί της ιστορίας υποχρεώνει εκείνον που γράφει την ιστορία να ανατρέχει στο παρελθόν και να αναζητά πληροφορίες να τις καταγράφει, να τις σχολιάζει και πιθανόν να μπορεί να βγάζει συμπεράσματα από αυτές και γι΄ αυτές. Σε αυτήν την εργασία ο κύριος ρόλος βρίσκεται στο γεγονός και όχι στο χρόνο που στην πραγματικότητα είναι αυτός που αποτελεί τον καμβά πάνω στον οποίο η ιστορία γράφεται. Γιατί τις περισσότερες φορές, στην πραγματικότητα, είναι ο χρόνος που σηματοδοτεί τα γεγονότα και όχι τα γεγονότα τον χρόνο. Και βέβαια, όταν μιλάω για χρόνο δεν αναφέρομαι απλά και μόνο στην χρονολογία αλλά στην διάσταση εκείνη των πραγμάτων που επιτρέπει την έκφραση και επιβεβαίωση της ανθρώπινης συνειδητότητας εντός ενός συγκεκριμένου χωρικού πλαισίου. Και αυτό γιατί η πραγματική διάσταση κάθε γεγονότος είναι χωροχρονική, έτσι αντί να βλέπουμε τον χρόνο να περνάει σε ένα χώρο, μπορούμε να βλέπουμε αυτόν τον χώρο να εξελίσσεται εντός του χρόνου, πράγμα που μας υποχρεώνει να λάβουμε υπόψη μας την δυναμική του χώρου και όχι ένα στατικό υλικό πλαίσιο.

Αν και από μια πλευρά η ιστορία προσπαθεί να αναπαραστήσει την μνήμη της ανθρωπότητας, μας διαφεύγει το γεγονός πως όπως και η ανθρώπινη μνήμη άμεσα σχετίζεται με αυτό που αποκαλούμε ασυνείδητο, υποσυνείδητο και συνειδητό. Πράγμα που σημαίνει πως πολλά πράγματα, ακόμη και στην ιστορία, θάβονται σε ένα μάλλον σκοτεινό ασυνείδητο, ένα γκρί υποσυνείδητο και είναι κάποια που τελικά εντάσσονται σε ένα φωτεινό συνειδητό. Αναλογικά, λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι πολλά γεγονότα στην ιστορία της ανθρωπότητας παραμένουν στο ασυνείδητο χωρίς ποτέ να μπορέσουμε να αναγνωρίσουμε την πραγματική αξία τους ή συχνά τα παρερμηνεύουμε σε μια θεώρηση βραχυπρόθεσμη της στιγμής.

Γιατί δεν έχει γίνει ακόμη σαφώς αντιληπτός από την ανθρώπινη σκέψη ο ρόλος που ο χρόνος μπορεί να διαδραματίσει στην πορεία της ανθρώπινης εξέλιξης. Επειδή ο χρόνος μας δίνει και την έννοια της κίνησης, μπορούμε να σκεφτούμε την άποψη του Ηράκλειτου ότι «τα πάντα ρει» που μπορούμε να εφαρμόσουμε στην χωροχρονικότητα των πραγμάτων, τότε όμως δεν θα πρέπει να μην αναφερθούμε, μια και μιλήσαμε και για την ιστορία, και στο «πόλεμος πατήρ πάντων», του ιδίου, οπότε σε μια τέτοια περίπτωση γράφουμε μια ιστορία πατεράδων ή ενός πατέρα από την οποία απουσιάζει παντελώς η μητέρα, και αναφέρομαι στην περίπτωση που η ιστορία ασχολείται με την καταγραφή των πολέμων. Ωστόσο, αυτό το γεγονός θα πρέπει να μας προβληματίσει στην προσπάθεια κατανόησης της ιστορίας, γιατί μπορεί να γνωρίζουμε την γονιμοποιό δράση, αλλά θα πρέπει να αναζητήσουμε την ύπαρξη και το σημείο της μήτρας την οποία ο πατέρας έρχεται να γονιμοποιήσει και βεβαίως να αναγνωρίσουμε και τα παιδιά που προκύπτουν από κάθε γονιμοποίηση.

Όταν η ιστορία εξετάζει το «πριν» μιας χρονικής στιγμής, δηλαδή ενός παρόντος, από την θέση του «μετά» μιας άλλης, δηλαδή ενός παρελθόντος, στερεί το παρόν από το μέλλον του, γεγονός που δεν θα συνέβαινε αν ο ιστορικός μελετούσε, εξερευνούσε και κατέγραφε γεγονότα ενός μέλλοντος. Δηλαδή τοποθετημένος σε μια στιγμή Α εξετάζει τα γεγονότα της στιγμής Β βρισκόμενος στο μετά της, ενώ η θέαση των πραγμάτων από μια θέση Γ θα μπορούσε να του δώσει μια διαφορετική προοπτική για όσα ήδη έχουν γίνει.

Όπου Α πραγματική θέση παρατηρητή των όσων συμβαίνουν στο Β. Γ είναι η υποθετική θέση του παρατηρητή που παρατηρεί τα όσα συμβαίνουν στο Β και μετά.

Και δεν μιλάω καθόλου γι΄ αυτό που πολλοί θα ήθελαν να κάνουν προβλέποντας ή μαντεύοντας κάποια γεγονότα γιατί αυτό δεν είναι δουλειά του ιστορικού γιατί άλλωστε και κατά τον ποιητή:

«Οι άνθρωποι γνωρίζουν τα γινόμενα.
Τα μέλλοντα γνωρίζουν οι θεοί,
πλήρεις και μόνοι κάτοχοι πάντων των φώτων. Εκ των μελλόντων οι σοφοί τα προσερχόμενα αντιλαμβάνονται.»

Ο ιστορικός, ωστόσο, θα μπορούσε να στέκει εκεί που θα όφειλε, για να καταγράφει τα γεγονότα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να εξασφαλίζει την εντιμότητα έναντι του μέλλοντος των γεγονότων και να μπορεί να αποκλείει την παρερμηνεία ή την διαστροφή τους από εκείνους, που από την θέση του μέλλοντος το παρελθόν θα ατενίζουν.

Γιατί πως μπορεί να εκτιμηθεί το μετά αν κανείς δεν γνωρίζει το πριν των πραγμάτων για τα οποία καλείται να έχει κρίση; Αναφερόμενος εν τω μεταξύ σε ένα πριν δεν εννοώ κατ΄ ανάγκη την γνώση της αιτίας των γεγονότων αλλά τα γεγονότα πριν από τα καταγραφόμενα και κατά συνέπεια ενδιαφέροντα γεγονότα.

Η αποφασιστική, όμως, φάση για την έκβαση των πραγμάτων μετά το Β είναι τα συμβαίνοντα εντός αυτού του διαστήματος. Έτσι ανάλογα με το περιεχόμενο του Β έχουμε διαφορετικές εκδοχές για το Α.

Αν, σύμφωνα με τις απόψεις της θεωρίας του Χάους το πέταγμα μιας πεταλούδας στο Πεκίνο μπορεί να επηρεάσει το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, δηλαδή την άνοδο ή την πτώση του, γεγονός που οι περισσότεροι θα το απέδιδαν στις οικονομικές συνθήκες και τις εξαγγελίες του Προέδρου, τότε σίγουρα τις περισσότερες φορές αγνοούμε την πραγματικότητα των γεγονότων και την ακολουθία τους. Από την άλλη πλευρά ένας πόλεμος σε ένα σημείο του πλανήτη, σύμφωνα με την ίδια θεωρία, θα ήταν αστείο να πιστεύει κανείς ότι επηρεάζει μόνο τον τόπο και εκείνους που συμμετέχουν σε αυτόν. Κυρίως, αυτό που επηρεάζει και παίζει σημαντικό ρόλο είναι οι δυνάμεις της ανθρώπινης εξέλιξης. Πέρα από την απώλεια σε ανθρώπινες ζωές το κόστος των οποίων, και δεν εννοώ μόνο το συναισθηματικό, αλλά εννοώ το πραγματικό, από την πλευρά του ότι εκτός από οτιδήποτε άλλο, ένας πόλεμος στερεί την ζωή σε ανθρώπους που σίγουρα η παρουσία τους στον πλανήτη δεν ήταν μόνο για να γεμίσουν με άψυχα κορμιά το πεδίο των μαχών, αλλά έχοντας όλες τις ικανότητες και τις δυνατότητες που κάθε άνθρωπος έχει, μπορούσαν εκτός των άλλων να συμβάλουν στην εξελικτική πορεία του συνόλου της ανθρωπότητας.

Τώρα, αν υποθέσουμε ότι κανένα «σημαντικό» γεγονός δεν έχει συμβεί στο χωροχρονικό πλαίσιο ενός τόπου, τότε οι συνθήκες θα εξακολουθούν οι ίδιες περιμένοντας από την ανθρώπινη συνειδητότητα να αναπαράγει μόνη της τις απαραίτητες προϋποθέσεις που απαιτούνται για την εξέλιξη της. Σε μια τέτοια περίπτωση, το πριν και το μετά είτε δεν υπάρχουν για να δώσουν την διαφορά είτε έχουν πολύ λιγότερο περιεχόμενο. Όμως επειδή δυο σημεία ορίζουν μια ευθεία, ορίζουν και την θέση αυτής της ευθείας αλλά και την κατεύθυνση της. Ωστόσο, από το ένα σημείο μέχρι το άλλο μεσολαβεί ένα γεγονός το οποίο και καθορίζει την θέση του δεύτερου σημείου και κατά συνέπεια την θέση της ευθείας. Η απόσταση αυτών των δύο σημείων είναι εκείνο το κρίσιμο διάστημα που ανάλογα με το περιεχόμενό του προσδιορίζει την ευθεία. Το γεγονός αυτό δίνει μια απειρία βαθμών ελευθερίας στην θέση της ευθείας αλλά και στην κατεύθυνσή της. Η απόσταση αυτή των δυο σημείων, του πριν και του μετά, επιτρέπει την δημιουργία μιας γέφυρας ανάμεσά τους, την δημιουργία ενός δρόμου ή τέλος την αναγνώριση της αβύσσου που μπορεί να γεννήσει τα πλάσματα που το δυναμικό περιεχόμενό της καθορίζει. Σίγουρα, μια τέτοια αντίληψη μας φέρνει πολύ κοντά στην έννοια της αβύσσου, η οποία πολλές φορές μέχρι και φιλοσοφική μπορεί να φαντάζει, αλλά στην πραγματικότητα είναι μια πολύ κοντινή έννοια καθόσον ακόμη και στο ανθρώπινο ασυνείδητο μπορεί εξίσου καλά να αναφέρεται. Από μια άλλη άποψη, ωστόσο, αυτή η άβυσσος δεν απέχει πολύ από εκείνο που ο Καρλ Γιούγκ αποκαλούσε σκιά, και για την οποία ο ίδιος αναφέρει:

Όσο μπορούμε να κρίνουμε από εμπειρία, το φως και το σκοτάδι είναι τόσο ισομερώς μοιρασμένα στη φύση του ανθρώπου που η ψυχική του ολότητα εμφανίζεται, το λιγότερο που μπορούμε να πούμε, σε ένα κάπως ζοφερό φως. Η ψυχολογική έννοια του εαυτού, που εν μέρει προέρχεται από την γνώση μας του συνολικού ανθρώπου... δεν μπορεί να παραλείψει την σκιά που ανήκει στην φωτεινή μορφή, γιατί χωρίς αυτήν η μορφή αυτή δεν έχει σώμα ή ανθρώπινη φύση. Στον εμπειρικό εαυτό μας το φως και η σκιά σχηματίζουν μια παράδοξη ενότητα.

Στην προκείμενη περίπτωση μια από τις αξίες των σημείων είναι η ανάδειξη της αβύσσου ή και της σκιάς ακόμη, η κατανόησή της και τελικά η αξιοποίηση των δυνάμεων, που συνειδητά ή ασυνείδητα εξορίστηκαν σε αυτήν. Επομένως, στο μεσοδιάστημα αναδεικνύεται το δυναμικό που μόνο, ωστόσο, η παρουσία των δυο σημείων μπορεί να σηματοδοτήσει. Από μια άλλη πλευρά, δηλαδή, τα δυο σημεία προσδιορίζουν ένα μεσοδιάστημα που αυτό κυρίως μπορεί να δώσει την τελική αξία στα δυο σημεία. Αν θέλαμε να ανιχνεύσουμε το ανθρώπινο αίσθημα απέναντι στην έννοια της αβύσσου ή της σκιάς, σε πρώτη θέση μάλλον φόβο και αγωνία για το άγνωστο θα ανακαλύπταμε, όπως και την αίσθηση της μεγάλης απώλειας ή του μεγάλου κενού. Όμως, όταν τα δυο σημεία καθορίσουν την άβυσσο, τότε θα μπορούσαμε εντός της, ακόμη και την μεγάλη πληρότητα να ανακαλύψουμε. Αναφερόμενος στην πληρότητα εννοώ τον θησαυρό του ανεξάντλητου και ανεκμετάλλευτου ατομικού και συλλογικού ασυνείδητου στο οποίο ο πλούτος χιλιάδων χρόνων αποθησαυρίζεται χωρίς να έχει επαρκώς χρησιμοποιηθεί.

Εν τω μεταξύ αν ανάμεσα στα δυο σημεία, το πριν και το μετά, μια άβυσσος σχηματίζεται, είναι ακριβώς γιατί η μνήμη δεν έχει λειτουργήσει ώστε να αντλήσει από την άβυσσο, αντί να την προβάλλει για μια ακόμη φορά εμπόδιο στην ανθρώπινη εξελικτική πορεία.

Η ιστορία, από μια πλευρά, θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν μια από τις διαστάσεις της μνήμης της ανθρωπότητας και συνεπώς με την χρήση της θα μπορούσαμε να αντλήσουμε από το ατομικό ή συλλογικό ασυνείδητο την εκάστοτε απαραίτητη και χρήσιμη εμπειρία. Παρενθετικά, αναφέρω ότι το ασυνείδητο δεν είναι το άγνωστο αλλά εκείνο που ενώ μπορεί να είναι γνωστό δεν έχει καταγραφεί στο περιεχόμενο της ανθρώπινης συνειδητότητας. Δηλαδή, πολλές φορές μπορεί να έχουμε δει το κίτρινο αυτοκίνητο του γείτονά μας αλλά κάποια στιγμή θα συνειδητοποιήσουμε ότι εκεί βρίσκεται ένα κίτρινο αυτοκίνητο, και συνήθως αυτό συμβαίνει στην περίπτωση που κάποιος άλλος το ανακαλέσει στον γνωσιακό μας ορίζοντα. Η μνήμη εκτός από την ανάκληση των γεγονότων συμβάλλει και στην αποκατάσταση της συνέχειας της ταυτότητας ενός όντος ή ενός πολιτισμού.

Στην εποχή μας που η βία είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας, έτσι ώστε ο κόσμος μας να χαρακτηρίζεται χωρίς υπερβολή σαν επικίνδυνος και βίαιος, η λύση συχνά βρίσκεται στο να προσπαθούμε να ξεχάσουμε την βία και τον κίνδυνο και τις συνέπειές τους αντί να προσπαθήσουμε να τα θεραπεύσουμε. Στην περίπτωση αυτή η μνήμη όχι απλά δεν είναι επιθυμητή αλλά αντιθέτως προσπαθούμε να την αποφύγουμε δημιουργώντας μια πλασματική ή εικονική πραγματικότητα που δεν προκαλεί τον πόνο της πραγματικότητας καθαυτής. Μια μεγάλη κατηγορία φαρμάκων σκοπεύει σε αυτό το αποτέλεσμα, και το πετυχαίνει καταργώντας το άγχος και την επεξεργασία των επώδυνων ερεθισμάτων, που όμως αργά ή γρήγορα θα μπορούσε να μας οδηγήσει στην λύση των προβλημάτων μας.. Χάνοντας, έτσι, την μνήμη χάνουμε και την ταυτότητα και την συνέχεια της ύπαρξης, προκαλώντας την ύπαρξη μας σε ένα κόσμο, ατομικό ή συλλογικό, που δεν έχει άμεση σχέση με το παρελθόν μας, σε τέτοιο βαθμό μερικές φορές που το «πριν» του παρελθόντος τίποτε ή ελάχιστα μπορεί να προσφέρει στο «μετά» της ζωής. Μια από τις ονομασίες της επώδυνης διαδικασίας που περιγράψαμε και ο άνθρωπος προσπαθεί να αποφύγει είναι το στρες. Συνεχίζοντας ακόμη λίγο πιο πέρα το θέμα, φαίνεται ότι παρόμοιες καταστάσεις με το στρες μπορεί να προκαλέσουν διαταραχές στον εγκέφαλο που καταλήγουν μέχρι την αναστολή της ανάπτυξης νέων εγκεφαλικών κυτταρικών συνδέσεων που άμεσα σχετίζονται με την λειτουργία της μνήμης. Εκτός τούτου, τα υπάρχοντα εγκεφαλικά κύτταρα παρουσιάζονται με περιορισμένο μέγεθος και αριθμών δενδριτών, η παρουσία των οποίων σηματοδοτεί αυξημένη και δυναμική εγκεφαλική δραστηριότητα. Ενώ ταυτόχρονα η εγκεφαλική περιοχή των αμυγδάλων, στον εγκέφαλο, που σχετίζεται άμεσα με την διαδικασία των συναισθημάτων όπως ο φόβος και η αγωνία, αυξάνονται σε μέγεθος. Βλέπουμε έτσι την αύξηση του συναισθήματος σε βάρος των εγκεφαλικών λειτουργιών. Η αύξηση των συναισθηματικών αντιδράσεων και η μείωση των εγκεφαλικών λειτουργιών εξαντλούν την ακεραιότητα των μνημονικών διεργασιών με συνέπεια την αδυναμία σύνδεσης του πριν με το μετά, όπως επίσης της αναγνώρισης και αποτίμησης της αξίας του γεγονότος ανάμεσα στο πριν και το μετά.

Κατά τον τρόπο που ο άνθρωπος χάνει την μνήμη του, η ανθρωπότητα ξεχνάει την ιστορία, όχι με την ακριβή σημασία του όρου, γιατί τα γεγονότα παραμένουν στα βιβλία, αλλά ακολουθεί μια άλλη διαδικασία που έχει σχεδόν το ίδιο αποτέλεσμα. Η αποξένωση είναι μια από τις αμυντικές διαδικασίες του ανθρώπου, σύμφωνα με την οποία μπορεί να μην αναγνωρίζει ως δικό του ένα γεγονός που εύκολα μπορεί να αναγνωρίζει σε άλλους. Έτσι, η ανθρωπότητα ενώ αναγνωρίζει την σημασία ενός πολέμου θεωρεί πως ο κάθε νέος πόλεμος δεν θα έχει την έκβαση ή τις συνέπειες των παλαιότερων ή και ακόμη ότι αυτός ο πόλεμος θα είναι ο τελευταίος και έτσι δεν θα χρειάζεται την μνήμη για μετά.

Με αυτούς και πολλούς άλλους τρόπους καταφέρνει ο άνθρωπος το κάθε «μετά» των δραστηριοτήτων του να μην έχει να παρουσιάσει κάποια πρωτοτυπία σε σχέση με τα αντίστοιχα προηγούμενα και αυτό γιατί αποφεύγει την άβυσσο και τον τρόμο που αυτή μπορεί να προκαλέσει, κατά τον ίδιο τρόπο που αποφεύγει να ανοίξει τα μύχια και σκοτεινά μέρη του εαυτού για να φωτιστούν και να αποκαλύψουν τους θησαυρούς και τα σκουπίδια, την σκόνη και τις αράχνες που κρύβουν.

Όταν ο εγκέφαλος κουράζεται και αδυνατεί ή αποφεύγει να εστιαστεί στο προσωπικό δράμα που προκύπτει από την αναγνώριση και εξέταση των αβυσσαλέων χώρων εντός του, τότε ποιες ικανότητες και δυνατότητες θα του επιτρέψουν να αναγνωρίσει τους αντίστοιχους χώρους αλλά και τα δράματα μιας κοινωνίας, ή μιας ανθρωπότητας;

Αν ο ποιητής θεωρεί εντυπωσιακό για έναν άνθρωπο «το αύριο σαν αύριο να μην μοιάζει» αυτό γίνεται τραγικό όταν ισχύει για μια ανθρωπότητα. Τότε ο άνθρωπος αρνείται ή αποφεύγει να δει τις εναλλακτικές επιλογές και εκδοχές που η ενεργοποίηση, ενδεχομένως των δυνατοτήτων της «αβύσσου» του θα μπορούσε να προσφέρει.

Εδώ θα μπορούσαμε να ανατρέξουμε σε μια διάλεξη του γιουγκιανού ψυχολόγου Γκέρχαντ Άντλερ τον Απρίλιο του 1946:

«Μήπως δεν θυμόμαστε όλοι ακόμη εκείνο το πρωί της περυσινής χρονιάς όταν ξυπνήσαμε και βρήκαμε τον κόσμο αλλαγμένο από μια λέξη, «Χιροσίμα»; Μήπως δεν θυμόμαστε όλοι τον κλονισμό, την ζάλη σαν να χε φύγει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μας, και καθένας μας δεν ήταν σαν να βρέθηκε στη θέση αυτών των δύστυχων αντρών, γυναικών και παιδιών πέρα μακριά σ’ ένα νησί στο ανατολικό ημισφαίριο; Όσο τραγικό και παράξενο κι αν είναι, δεν είναι τάχα αλήθεια πως για πρώτη φορά μετά από ατέλειωτο καιρό η ανθρωπότητα ένιωσε και ξαναβρήκε την κοινή της μοίρα;»

Η ανθρώπινη μνήμη πάσχει, πάσχει βαριά, όπως βαριά πάσχει αντίστοιχα και η ικανότητα του ανθρώπου να αποφασίζει με διαύγεια, ιδιαίτερα όταν πρόκειται να καθορίσει την πορεία και την έκβαση των μεγάλων γεγονότων. Συχνά, η κόπωση ευνοεί την λήθη και την εμφάνιση της απελπισίας. Όταν ο άνθρωπος χάνει την προοπτική εναλλακτικών πιθανοτήτων και εκδοχών την κάθε στιγμή της ζωής του, για να μπορέσει να προχωρήσει ξανά στην πορεία του, είναι αναγκασμένος να ανατρέξει στο Φως που θα φωτίσει την σκιά της ψυχής του για να ανακαλύψει την νέα κατεύθυνση στην ζωή του. Σε μια τέτοια κρίσιμη στιγμή ωστόσο ο άνθρωπος βρίσκεται αναπότρεπτα αντιμέτωπος με τον φόβο. Τον φόβο για μια επικείμενη μεγάλη ιστορική καταστροφή ή τον φόβο της εντός του σκιάς και αβύσσου που όμως θα αποκαλύψει την κατεύθυνση για μια νέα εκδοχή και πιθανότητα. Επειδή και στις δυο περιπτώσεις είναι ο φόβος, ο άνθρωπος ή θα παραμείνει δέσμιός του ή θα επιχειρήσει μια μεγάλη έξοδο, από τον εαυτό του, στην προσπάθεια μιας ανθρωπότητας που πια δεν αντέχει το μετά της να μην έχει καμία σχέση με εκείνο που το πριν της είχε ονειρευτεί .

Γιώργος Τσαντάκης
 

...............................

Σημ. Το άρθρο αυτό γράφτηκε τις μέρες που η ανθρωπότητα περιμένει έναν πόλεμο με φόβο και αγωνία, για τον λόγο ότι η αγωνία και ο φόβος εξασθενούν την μνήμη τώρα που η ανθρωπότητα την χρειάζεται.

Ημερομηνία καταχώρησης: 5.4.2007